Η Τυνησία αποτελεί μια ιδιαίτερη χώρα της ευρύτερης ζώνης του Μαγκρέμπ. Είναι μια χώρα στην οποία οι πολιτικές εξεγέρσεις της προηγούμενης δεκαετίας που ονομάστηκαν «Αραβική Άνοιξη» άφησε σημαντικά στοιχεία δημοκρατίας από το 2013 ως σήμερα, τα οποία δεν έχουν οι αντίστοιχες γειτονικές αραβικές χώρες.
Η Τυνησία από τις 25 Ιουλίου βρίσκεται μπροστά σε μια ιδιότυπη εκτροπή του πολιτεύματος, από τον δεύτερο δημοκρατικά εκλεγμένο Πρόεδρο της χώρας, τον Κάις Σαγιέντ. Ο Σαγιέντ, ο οποίος εκλέχθηκε στη θέση του Προέδρου το 2019, αποφάσισε ξαφνικά να παύσει τη Βουλή, να διαλύσει το κοινοβουλευτικό σώμα, να απολύσει τον πρωθυπουργό και να καταργήσει την κοινοβουλευτική ασυλία.
Ο λόγος, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο τον Σαγιέντ, είναι να επιβάλλει να εξεταστούν όλοι οι βουλευτές για διαφθορά. Σε διάταγμα που έβγαλε προς τον λαό, ο Σαγιέντ είπε ότι «ανεξάρτητα από τον πλούτο και τις θέσεις τους» υπάρχουν βουλευτές που πρέπει να παραπεμφθούν για διαφθορά. Επίσης, εξέδωσε διάταγμα απαγόρευσης της κυκλοφορίας για 30 ημέρες.
Η Τυνησία σε κρίση – Οι αιτίες
Η εξέλιξη αυτή είναι αρχικά πολύ σημαντική για το εσωτερικό της χώρας, γιατί μιλάμε για σημαντικό εκτροχιασμό από τους θεσμούς δημοκρατίας που υπήρχαν στην Τυνησία, οι οποίοι την τρέχουσα δεκαετία έχουν δείξει μια αξιοσημείωτη αντοχή. Η εξέλιξη με την αλλαγή της εξουσίας και των θεσμών από τον Σαγιέντ, θα σημάνει και την ταφόπλακα για την μόνη αραβική δημοκρατία στον κόσμο.
Η βασική αιτία για τη σημερινή κατάσταση πρέπει να αναζητηθεί όχι μόνο στους θεσμούς που διαμορφώθηκαν μετά το 2011 στη χώρα, όπου το 2014 καθιερώνεται ένα ημι-προεδρικό σύστημα, στο οποίο ο Πρόεδρος μοιράζεται την εξουσία με τον πρωθυπουργό, αλλά και στην αρνητική εξέλιξη της οικονομίας της χώρας.
Το πρόβλημα του ημι-προεδρικού συστήματος της Τυνησίας ήταν οι αλληλεπικαλύψεις εξουσιών μεταξύ του κεντρικού πυλώνα (Πρόεδρος), του έτερου πυλώνα (Πρωθυπουργός) και του κοινοβουλίου (πρόεδρος κοινοβουλίου). Αυτοί οι τρεις θεσμοί ήταν σε διαρκή τριβή τα τελευταία χρόνια για να «μοιράσουν» περιοχές ευθύνης. Η τριβή τους κατά την περίοδο της πανδημίας δημιούργησε μια εικόνα παραλυτική για το τυνησιακό κράτος απέναντι στη διαχείριση της κρίσης.
Το αποτυχημένο crisis management, στο οποίο ειρήσθω εν παρόδω ο Σαγιέντ δεν αποδέχεται τις ευθύνες που του αντιστοιχούν, σημαντικά την οικονομική εικόνα της Τυνησίας και έδειξε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί θέλουν ανανέωση.
Το πρόβλημα του «πραξικοπήματος»
Ο κοινοβουλευτικός κόσμος και όλα τα κόμματα (από το ισλαμιστικό Ενάχντα ως το φιλελεύθερο Δημοκρατικό Ρεύμα) καταδικάζουν απερίφραστα την αρπαγή της εξουσίας από τον Σαγιέντ ως πραξικόπημα.
Η κίνηση του Σαγιέντ, που είναι όντως πραξικόπημα αρπαγής της εξουσίας -στο οποίο όμως δεν εμπλέκεται ο στρατός- αντιπροσωπεύει ένα σταμάτημα των δημοκρατικών θεσμών στην Τυνησία και εμποδίζει την εξέλιξή τους. Ο Σαγιέντ ανέφερε ότι το έκανε αυτό για να μπει η οικονομία και η πολιτική ζωή της Τυνησίας στο σωστό δρόμο, καταπολεμώντας τη διαφθορά και βελτιώνοντας τους θεσμούς. Η αλήθεια είναι ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις για να μπορέσει ο Σαγιέντ να αλλάξει τους θεσμούς. Χρειάζεται και ταύτιση μέσων και σκοπών. Δηλαδή, θα έπρεπε η βελτίωση της δημοκρατίας να περάσει από συνταγματική αναθεώρηση και όχι από πραξικόπημα.
Μέχρι στιγμής ο στρατός και η αστυνομία στηρίζουν διακριτικά στον Σαγιέντ αλλά δεν έχουν κάνει κάτι υπερβολικό (πέρα από την έφοδο της Αστυνομίας στα γραφεία του Αλ Τζαζίρα εχθές). Το πρόβλημα είναι η παντελής έλλειψη αντιπολίτευσης η οποία θα αντιπαρατεθεί με οργανωμένο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι τις επόμενες ημέρες αν η κρίση βαθύνει, θα υπάρξει κλιμάκωση της βίας στους δρόμους, όπου θα ξεχειλίσει η διαμαρτυρία.
Στην πραγματικότητα, θα έχουμε προσπάθεια κινητοποίησης από όλες τις πολιτικές δυνάμεις με σκοπό να απονομιμοποιηθεί ο Σαγιέντ, ο οποίος ακόμα και τώρα που δημοσκοπικά δεν είναι ψηλά, είναι η πιο συμπαθής φιγούρα στην Τυνησία. Επιππλέον, οι φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις που είναι ενάντια στα ισλαμιστικά κόμματα, μπορεί και να τον στηρίξουν κρυφά ή πιο φανερά. Άρα όλα είναι υπ’ ατμόν και αναμένουμε τη θέση των φορέων της κοινωνίας των πολιτών, για να ξεκαθαριστεί το τοπίο της πολιτικής κρίσης.
Τι σημαίνει το πραξικόπημα για την Ελλάδα και την Ευρώπη;
Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί το γεγονός ότι, με εξαίρεση την Τουρκία, η οποία βγήκε έντονα κατά της «αναστολής της δημοκρατικής διαδικασίας» από τον Σαγιέντ, οι περισσότερες χώρες και φορείς που ζύγιζαν (Γερμανία, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΟΗΕ και ΗΠΑ) τηρούν ως σήμερα στάση αναμονής, εκφράζοντας την ανησυχία τους και παροτρύνοντας τον περιορισμό της βίας και τον διάλογο. Ωστόσο, εάν οι παγκόσμιες δημοκρατίες δεν βγουν έντονα ενάντια στην απόπειρα πραξικοπήματος στην Τυνησία, τότε θα βρεθούν δυνάμεις που θα υποστηρίξουν τον Σαγιέντ, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (οι οποίοι έκαναν κάτι αντίστοιχο και για τον Σίσι της Αιγύπτου). Το αποτέλεσμα θα είναι να διαφοροποιηθούν πλήρως οι γεωστρατηγικές ισορροπίες στην περιοχή του Μαγκρέμπ και της Μ. Ανατολής, καθώς οι μοναρχίες του Κόλπου θα έχουν μαζί τους μια κατ’ επίφαση δημοκρατία και θα διαπραγματεύονται διαφορετικά σε διεθνές επίπεδο.
Η πιο σημαντική διαφορά όμως για την Ελλάδα και την Ε.Ε. έχει να κάνει με τη διαχείριση των προσφυγικών ροών. Η Τυνησία αποτέλεσε ένα σημαντικό ανάχωμα της αθρόας μετάβασης προσφύγων από τη Λιβύη προς την Ελλάδα και την Ιταλία. Η Ε.Ε. είχε θεωρήσει την Τυνησία σημαντικό σύμμαχο στο πλαίσιο περιορισμού των προσφυγικών ροών, κάτι που τώρα θα πρέπει να αναθεωρήσει υπό το φως των εξελίξεων του πραξικοπήματος. Αναμένονται βέβαια και οι σχετικές κινήσεις από τον Σαγιέντ, αλλά εικάζουμε ότι θα χρησιμοποιηθούν οι προσφυγικές ροές ως διαπραγματευτικό χαρτί.