Οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου ήταν στοχαστικές, ποιητικές, αφαιρετικές, απαλλαγμένες από συναισθηματισμούς ή ιδεολογικές γενικότητες, αισθητικά άρτιες ανέφερε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου στον χαιρετισμό που απηύθυνε στην εκδήλωση για τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος με αφορμή την επέτειο των 10 ετών από τον θάνατό του. Η κ.Σακελλαροπούλου ανέφερε επίσης ότι τo έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου εγγράφεται στην ιστορία του ελληνικού και του παγκόσμιου κινηματογράφου σαν μια μοναδική, μέσα στην ιδιαιτερότητά της, θέαση της τραγωδίας της ιστορίας.
Ακολουθεί ο χαιρετισμός της κυρίας Σακελλαροπούλου:
«Γνώρισα το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου πολύ νέα, βλέποντας την “Αναπαράσταση” στον κινηματογράφο Αθηνά της οδού Πατησίων, που δεν λειτουργεί πια. Θυμάμαι το δέος, την αδιάκοπη ένταση που μας είχε προκαλέσει αυτή η πρωτοφανής, για τα ελληνικά δεδομένα, μαυρόασπρη ταινία, το ξεκίνημα, όπως φάνηκε αργότερα, του “νέου ελληνικού κινηματογράφου”. Είχαμε μπροστά μας, απεικονισμένη αδρά, την αποδεκατισμένη από τη μετανάστευση ελληνική επαρχία σε όλη της την αδράνεια, τη μοναξιά, την υπόκωφη βία. Λίγα πέτρινα σπίτια στο τραχύ τοπίο της Ηπείρου, γέροι “που πεθαίνουν και μαζί τους πεθαίνουν τα χωράφια και τα χωριά” όπως λέει κάποια στιγμή ένας κάτοικος. Ένα πυκνό σε σημασίες, κοινωνικό σχόλιο. Και μετά την “Αναπαράσταση” είδα, φυσικά, όπως και ολόκληρη η γενιά μου, όλες τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου: τις “Μέρες του ‘36”, τον “Θίασο” – δυο ταινίες που αποτελούσαν μαθήματα ιστορικής ανάλυσης και κινηματογραφικής αφήγησης, με κορυφαίο τον “Θίασο”, αυτό το επικό αριστούργημα, υπόδειγμα δημιουργικής ανάμειξης του προσωπικού δράματος με το πολιτικό – τις ταινίες-ελεγείες για ένα χαμένο όραμα όπως ήταν οι “Κυνηγοί”, ο “Μεγαλέξανδρος”, το “Ταξίδι στα Κύθηρα” κι όλες τις άλλες που γύρισε ο μεγάλος δημιουργός πριν από το αδόκητο, τραγικό του τέλος.
Ήταν ταινίες στοχαστικές, ποιητικές, αφαιρετικές, απαλλαγμένες από συναισθηματισμούς ή ιδεολογικές γενικότητες, αισθητικά άρτιες. Κορυφαία η συμβολή της εικαστικής ματιάς του Γιώργου Αρβανίτη· της υποβλητικής, εμπνευσμένης μουσικής της Ελένης Καραΐνδρου· της δραστικής λιτότητας των σεναρίων που έγραψε ο σκηνοθέτης σε συνεργασία με τον Θανάση Βαλτινό· των συγκλονιστικών ηθοποιών.
Σταδιακά, οι συμβολισμοί βάραιναν ολοένα περισσότερο στο έργο του. Οι αργοί ρυθμοί, τα μεγάλα μονοπλάνα και οι μακρόσυρτες σιωπές, οι πυκνοί και κάποτε επιτηδευμένοι διάλογοί του, έγιναν αφορμή κάποιοι να το αμφισβητήσουν. Όμως το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου υπερβαίνει τις ενστάσεις των επικριτών του. Εγγράφεται στην ιστορία του ελληνικού και του παγκόσμιου κινηματογράφου σαν μια μοναδική, μέσα στην ιδιαιτερότητά της, θέαση της τραγωδίας της ιστορίας. Ή, όπως είπε κάποτε ο Ακίρα Κουροσάβα: “Μέσα από τον φακό του, ο Αγγελόπουλος κοιτάζει τα πράγματα σιωπηλά. Είναι το βάρος αυτής της σιωπής και η ένταση του αμετακίνητου βλέμματος της κάμερας … που εμποδίζουν τον θεατή να αποδράσει από την οθόνη. Αυτού του είδους η κινηματογράφηση τείνει να επιστρέφει στις ρίζες του σινεμά”.
Αυτές τις μέρες, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, φέρνω στον νου μου σκηνές και πρόσωπα από τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και σταματώ σε μία: είναι η συνάντηση Παπαγιαννόπουλου-Κατράκη από το “Ταξίδι στα Κύθηρα”. Δυο άλλοτε πολιτικοί αντίπαλοι – ο Κατράκης πρώην κομμουνιστής, που μόλις έχει επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από 35 χρόνια εξορίας στη Σοβιετική Ένωση και ο Παπαγιαννόπουλος, δεξιός, πρόεδρος του χωριού – διασταυρώνονται σ’ ένα χωματόδρομο κάτω από τον βαρύ, χειμωνιάτικο ουρανό και ανταλλάσσουν ένα τσιγάρο. Κι ακολουθούν τα λίγα συνταρακτικά λόγια του Διονύση Παπαγιαννόπουλου: “Μας βάλανε και πολεμήσαμε. Βγάλαμε τα μάτια μας. Εσύ από εδώ. Εγώ από την άλλη μεριά. Χάσαμε και οι δυο. Ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, ο λύκος με τον λύκο. Τίποτα δεν απόμεινε εδώ πέρα”. Λόγια που συνοψίζουν με συνταρακτική οικονομία το μέγα δράμα της νεότερης ιστορίας μας αλλά και τη ματιά του δημιουργού στο παρελθόν μας. Ενός δημιουργού που αναζήτησε έμπνευση στους αρχαίους μύθους και το θέατρο, αρχαίο και μπρεχτικό, καταδύθηκε στο ιστορικό βίωμα, ακολούθησε τα μνημονικά ίχνη, ταξίδεψε στον χρόνο, τον χώρο και τη συνείδηση, και δημιούργησε ένα έργο ελληνικό και διεθνές, αλληγορικό και συνάμα ρεαλιστικό, μεγαλόπνοο και βαθύ».