«Αυξάνονται οι πιθανότητες να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα σε περιόδους κρίσεων, όπως η σημερινή. Φοβάμαι ότι πρέπει να ζούμε με την πραγματικότητα του πολέμου και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την πιθανότητα χρήσης ακραίων όπλων, ακόμα και πυρηνικών». Αυτό ανέφερε ο κ. Martin Wolf, Chief Economist Commentator των Financial Times, στο 7o Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που πραγματοποιείται 6 - 9 Απριλίου και τελεί υπό την Αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας, κας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε με τον αρθρογράφο της Καθημερινής και συγγραφέα, Τάκη Θεοδωρόπουλο, επί τάπητος τέθηκαν οι παγκόσμιες οικονομικές και ιδεολογικές ωδίνες που προκαλεί η στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία.
Ο κ. Wolf ξεκαθάρισε ότι: «Η Δύση, οι μείζονες φιλελεύθερες δημοκρατίες, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία και Καναδάς έχουν κατά 2,5 φορές μεγαλύτερες δυνάμεις από την Κίνα και τη Ρωσία, έτσι μπορούμε να αντισταθμίσουμε αυτό το μπλοκ».
Τάχθηκε υπέρ των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αν και όπως είπε, το πρόβλημα είναι ότι δεν επηρεάζουν το άτομο που λαμβάνει αποφάσεις, ωστόσο τόνισε: «Η εναλλακτική του να μην κάνουμε τίποτα είναι μη αποδεκτή».
Όπως υπογράμμισε ο αρθρογράφος των Financial Times, «η Ουκρανία είναι μία πολύ μεγάλη χώρα που θέτει θεμελιώδη και υπαρξιακά ερωτήματα για την Ευρώπη». Ειδικότερα, όπως είπε: «Η πρόκληση είναι γεωπολιτική για την Ευρώπη και πρέπει να αποφασίσει εάν θα γίνει ένας παίκτης στα υπερεθνικά ζητήματα ή θα γίνει θύμα αυτών», προσθέτοντας ότι: «Η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει να είναι πρόθυμη και ικανή να δράσει σε γεωστρατηγικά ζητήματα παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει».
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν μόνο κακές επιλογές» και εκτίμησε ότι «ο πόλεμος θα συνεχιστεί επί μακρόν και είναι πολύ λίγα αυτά που μπορούμε να κάνουμε».
Επιπρόσθετε έκανε λόγο για μία κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού. «Παρατηρούμε τη διάκριση του κόσμου μεταξύ ενός δημοκρατικού και ενός όχι τόσο δημοκρατικού στρατοπέδου, ως διάδοχη κατάσταση του ψυχρού πολέμου» ανέφερε, χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση Πούτιν ως «ένα αυταρχικό καθεστώς που έχει την τάση να γίνεται όλο και πιο αυταρχικό».
Κάνοντας τη διάκριση μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού, και αντιπαραβάλλοντας τους Πούτιν και Ζελένσκι ο κ. Wolf τόνισε: «Η δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει μόνο εάν υπάρχει πατριωτισμός. Οι πολίτες πρέπει να νοιώθουν ότι μοιράζονται κάτι πολύ σημαντικό με τους υπόλοιπους συμπολίτες τους. Ο εθνικισμός ωστόσο, εμφορείται από την πεποίθηση ότι είμαστε μέρος ενός λαού στον οποίο όλοι πρέπει να έχουν πίστη και υπακοή, όπως εκφράζεται από τον εθνικό ηγέτη. Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό “εργαλείο” στη μεταμοναρχική περίοδο, ενώ το γνωρίσαμε στα βιώματα του μεσοπολέμου».
Όπως είπε: «Αυτή είναι η εκφρασμένη φιλοσοφία, με πολλά φιλοσοφικά και μυστικιστικά στοιχεία που εκφράζεται από τον Πούτιν. Απ΄ την άλλη, ο Ζελένσκι εκφράζει την ελεύθερη δημοκρατική άποψη ενός λαού που βρίσκεται υπό τη δαμόκλειο σπάθη μίας εισβολής», και επισήμανε ότι ο «φιλελεύθερος δημοκρατικός παράγοντας δεν είναι ικανοποιημένος αυτή τη στιγμή με τις εξελίξεις».
Απ΄ την πλευρά του ο κ. Τάκης Θεοδωρόπουλος ανέφερε ότι «στη νέα συνθήκη που έχουν δημιουργήσει οι εξελίξεις, δεν είναι πλέον μία μάχη μεταξύ κομμουνισμού και καπιταλισμού, αλλά μία σύρραξη μεταξύ της αλυτρωτικής τυραννίας και της φιλελεύθερης δημοκρατίας».
Δεν παρέλειψε επίσης να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην αφύπνιση της Ε.Ε, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Καθώς, χαρακτήρισε ως «μεγάλη ψευδαίσθηση της Ε.Ε. το ότι μπορεί να οικοδομήσει ένα τεράστιο πολιτικό οικοδόμημα, χωρίς κρίσεις, κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία». «Αυτές οι κρίσεις έχουν ξυπνήσει την Ευρώπη ως ωραία κοιμωμένη», ανέφερα χαρακτηριστικά.