Αιχμηρή απάντηση στην ανακοίνωση του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ), σχετικά με επιστολή που της απέστειλε για τους προς συνταξιοδότηση γιατρούς, έδωσε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, με δική της επιστολή προς το ΔΣ του Συλλόγου.
Η κ. Γκάγκα εξέφρασε την ενόχλησή της σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίστηκε το ο ΙΣΑ το θέμα των ιατρών που έχουν ξεπεράσει το 67ο έτος της ηλικίας, αλλά παραμένουν στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, ως παρατασιακοί συνταξιούχοι και έδωσε την εκδοχή του υπουργείου Υγείας.
Το θέμα ανέκυψε όταν χθες το απόγευμα στις 4:08 μ.μ. ήρθε επιστολή του ΙΣΑ, μέσω e-mail, στο γραφείο της αναπληρώτριας Υπουργού και αφορά ερωτήσεις για τις διαπιστωτικές πράξεις προς τους εν λόγω ιατρούς. Σχεδόν μισή ώρα αργότερα η κ. Γκάγκα έλαβε στο προσωπικό e-mail της ως μέλος του ΙΣΑ, «ενημέρωση για την επιστολή, φυσικά, χωρίς να έχουν έρθει πρώτα οι απαντήσεις, δεδομένου ότι η αναπληρώτρια υπουργός ήταν σε συναντήσεις και βεβαίως δεν υπήρχε χρονικό περιθώριο για απάντηση».
Σύμφωνα με την κ. Γκάγκα, ο σχεδιασμός του Υπουργείου ήταν να παραταθεί το όριο ηλικίας για τις ειδικότητες της Αναισθησιολογίας και της Νεφρολογίας, όπου έχουν παρατηρηθεί πολλές ελλείψεις. Επειδή υπήρξαν πολλά αιτήματα, ιδίως από περιφερειακά ιατρεία, κέντρα υγείας και ακριτικά νοσοκομεία, σχετικά με την ανάγκη παραμονής γιατρών και άλλων ειδικοτήτων, έγινε αλλαγή της νομοθετικής ρύθμισης, ώστε να μπορούν, σε επιλεγμένες περιπτώσεις, να παραμένουν συνάδελφοι που είναι απαραίτητοι σε αυτές τις περιοχές και δομές. Η απόφαση για το ποιοι παραμένουν ήταν συνάρτηση εισηγήσεων τριών Υπουργείων: του Υπουργείου Εσωτερικών που δίνει νέες θέσεις, εφόσον κενωθούν οι πληρωθείσες, του Υπουργείου Οικονομικών, με γνώμονα τα δημοσιονομικά της χώρας και του Υπουργείου Υγείας, με γνώμονα τον χάρτη υγείας πανελλαδικά.
Η αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας σημειώνει ότι αντίστοιχα το Υπουργείο Παιδείας δεν έδωσε καμιά παράταση σε κανένα μέλος ΔΕΠ στα νοσοκομεία της χώρας, ούτε καν στις απαραίτητες ειδικότητες. Επιπλέον, όσον αφορά τους ιατρούς του ΕΣΥ, η τελευταία παράταση είχε λήξει από 30.6.2022 και οι ενδιαφερόμενοι ήδη τελούσαν εις γνώση της εξελισσόμενης διαδικασίας και επομένως, κάθε άλλο παρά αιφνιδιάστηκαν από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2022, όπως χαρακτηριστικά τονίζει.
«Αν ο ΙΣΑ ήθελε πραγματικά απαντήσεις, δεδομένου ότι η Αναπληρώτρια Υπουργός είναι μέλος του, θα μπορούσαν απλά να την έχουν πάρει τηλέφωνο, όπως γίνεται συχνά. Αλλά όπως φαίνεται και από την βιαστική δημοσιοποίηση του περιεχόμενου της επιστολής, χωρίς να έχουν ληφθεί απαντήσεις, η μόνη επιθυμία είναι να υπάρχει δημοσιότητα.
Να σημειωθεί επίσης, ότι ουδείς συνάδελφος που βρίσκεται σε δομές του Εθνικού Συστήματος Υγείας πέραν του ορίου συνταξιοδότησης, υπέγραψε συμβάσεις για παράταση και άρα καμία αιφνιδιαστική λύση συμβάσεων υπήρξε.
Από πλευράς Υπουργείου, δηλώνουμε ότι είμαστε πάντα εδώ για απαντήσεις. Και πως, όταν υπάρχουν ερωτήσεις με σκοπό την ειλικρινή πληροφόρηση και όχι τη χρήση στα μίντια, το Υπουργείο φυσικά και απαντάει. Ο καλός όμως τόνος στην επικοινωνία είναι η βάση για έναν εποικοδομητικό διάλογο», αναφέρει η επιστολή της αναπληρώτριας Υπουργού Υγείας.
Η επιστολή του ΙΣΑ
O Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών απέστειλε την Τρίτη (20/9) επιστολή στην αναπληρώτρια Υπουργό Υγείας, με την οποία εκφράζει την έντονη δυσαρέσκειά του, για την αιφνιδιαστική αποχώρηση 86 έμπειρων και καταξιωμένων ιατρών που υπηρετούν σε νευραλγικές θέσεις στο ΕΣΥ και ζητά την παραμονής τους στο σύστημα υγείας.
Ειδικότερα, στην επιστολή του ΙΣΑ αναφέρονται τα εξής: «Με διάταξη του άρθρου 39 του ν. 4950/22 που αφορά στην παράταση του χρόνου παραμονής στην υπηρεσία ιατρών κλάδου Εθνικού Συστήματος Υγείας έως 31.12.2022 ιατρών ειδικότητας αναισθησιολογίας και νεφρολογίας, αλλά και άλλων ειδικοτήτων λόγω συμπλήρωσης του εξηκοστού έβδομου έτους της ηλικίας τους, ορίστηκε ότι δύνανται να παραμείνουν στην υπηρεσία τους έως τις 31.12.2022, μετά από αίτησή τους, εφόσον η θέση τους δεν έχει προκηρυχθεί ή δεσμευθεί με άλλον τρόπο.
Με την παρούσα εκφράζουμε την αγανάκτησή μας για την αποχώρηση ογδόντα έξι (86) συνολικά έμπειρων και καταξιωμένων συναδέλφων, οι οποίοι «εντέλλονται» αιφνιδιάστηκα να απομακρυνθούν άμεσα από το ΕΣΥ, κυρίως όμως ζητούμε να μας διευκρινίσετε αν σε όλες και σε κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές τηρήθηκε η νομιμότητα και ποια ήταν τα πραγματικά κριτήρια παραμονής τους ή όχι.
Και αυτό γιατί, ενδεικτικά, το ΚΥ Καλλιθέας, Τ.Ι. Νέας Σμύρνης αποστερήθηκε τον μοναδικό καρδιολόγο και το ΚΥ Ιλίου τον μοναδικό ακτινολόγο που υπηρετούσε, ενώ και οι δύο συνάδελφοι είχαν εμπρόθεσμα υποβάλει αίτηση για την παραμονή τους. Πρόκειται μετά βεβαιότητας για περιπτώσεις όπου αντικειμενικά και κατά την κοινή λογική είναι αυτονόητη, και δεν τεκμηριώνεται απλώς, η ανάγκη της περαιτέρω παραμονής τους. Εξηγήσεις με βάση την αρχή της διαφάνειας και της αμεροληψίας θα πρέπει να δίδονται στο ιατρικό σώμα, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υφίσταται και να λειτουργεί το δημόσιο σύστημα υγείας» .
Τι απαντά με νέα επιστολή στη Μίνα Γκάγκα
Μετά την απάντηση της κ. Γκάγκα, ο ΙΣΑ επανήλθε με νέα επιστολή στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«Ο ΙΣΑ με την πρόσφατη παρέμβασή του, για ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά την προάσπιση των μελών του καθώς και την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος υγείας, όπως όφειλε ως Θεματοφύλακας της Δημόσιας Υγείας, επεδίωξε να έχει πραγματικές απαντήσεις και να βρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση. Για το λόγο αυτό, ο Α’ Αντιπρόεδρος του ΙΣΑ κ. Φ. Πατσουράκος, επικοινώνησε μαζί σας, την Παρασκευή 16.9.2022, μόλις έφτασαν οι πρώτες πληροφορίες, για την έκδοση των διαπιστωτικών πράξεων. Χωρίς ουσιαστική απάντηση αποκλείστηκε από σας, κάθε πιθανότητα επανεξέτασης του θέματος.
Γνωρίζοντας ότι η σημερινή κυβέρνηση κάνει σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυσή του Εθνικού Συστήματος Υγείας, εκτιμούμε ότι τέτοιες ενέργειες αδικούν το σημαντικό έργο που επιτελείται.
Αναφερόμαστε στην αιφνιδιαστική αποπομπή συναδέλφων, γιατί πρόκειται για συναδέλφους μας που άοκνα εργάστηκαν στα χρόνια της πανδημίας, παρέμειναν δε στις θέσεις τους επί δυόμιση μήνες και αίφνης οφείλουν να αποχωρήσουν παραχρήμα. Η πολιτεία όφειλε να δείξει την ευγνωμοσύνη της στα μέλη της ιατρικής κοινότητας, τους συναδέλφους μας, που στήριξαν τις δημόσιες δομές στις δύσκολες μέρες και εν πάση περιπτώσει να τους δώσει ένα περιθώριο χρόνου.
Κυρίως όμως δεν έχουμε καμία ουσιαστική απάντηση, γιατί δεν παρατάθηκαν οι συμβάσεις των συναδέλφων μας εκείνων που αναμφίβολα τεκμηριώνεται η ανάγκη περαιτέρω παραμονής τους, επειδή δεν υπηρετεί στην ίδια δομή άλλος συνάδελφος με την ίδια ειδικότητα, όταν αυτό ήταν το κριτήριο που έθετε ο νόμος. Πως θα καλυφθούν τα κενά που δημιουργήθηκαν;».