Την ανάγκη για πιο «χαμηλούς» και «ουσιαστικούς» τόνους και συνεννόηση των πολιτικών κομμάτων στο πεδίο άσκησης της εθνικής πολιτικής, τόνισε ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος κάτι την παρουσίαση του βιβλίου του «Εκδοχές πολέμου 2009-2022», που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
«Έχουμε ευρύτατο περιθώριο συναίνεσης το οποίο είναι άσχετο από το ζήτημα που απορροφά όλη μας την ενέργεια, ποιο θα είναι το εκλογικό αποτέλεσμα και ποια θα είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση, το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ασκηθεί η εθνική πολιτική είναι δεδομένο. Και είναι βαρύ», είπε χαρακτηριστικά. Εκτίμησε δε, ότι όλο το ευρωπαϊκό, συνταγματικό και δημοκρατικό φάσμα, συμφωνεί απολύτως στα θέματα αυτά.
Ειδικότερα για τα ελληνοτουρκικά, ο κ. Βενιζέλος σημείωσε ότι θα πρέπει να διατηρούνται ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και να υπάρχουν επαφές, όπως η πρόσφατη του υπουργού Εθνικής 'Αμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου με τον υπουργό 'Αμυνας της Τουρκίας Χουλουσί Ακάρ. «Ποτέ δεν πρέπει να διακόπτονται οι επαφές και οι συνομιλίες, πρέπει να επανέλθουμε στις διερευνητικές επαφές και πρέπει να επανέλθουμε και στις συνομιλίες για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για την οικονομία, ο κ. Βενιζέλος απέκλεισε στο μέλλον μνημόνια της περιόδου 2010 ή 2018-2019, αλλά άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο, αν ποτέ χρειαστεί, η χώρα να κληθεί να λάβει και μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας. «Η χώρα μπορεί να κληθεί να λάβει μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας, που σημαίνει ότι πρέπει να έχεις διαμόρφωσει γραμμές άμυνας και βεβαίως πρέπει να δώσεις έμφαση σε αυτό που λέγεται ανταγωνιστικότητα, σε αυτό που λέγεται πραγματική οικονομία, να δεις ποια είναι τα μακροοικονομικά στοιχεία της χώρας», υπογράμμισε.
Τέλος, αναφερόμενος στη Θεσσαλονίκη, είπε σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «πρέπει τόσο οι παράγοντες του οικονομικού βίου όσο οι διανοούμενοι και το πανεπιστήμιο, τα ερευνητικά κέντρα και οι άνθρωποι οι οποίοι νιώθουν ότι μετέχουν στην κοινωνία των πολιτών, να κάνουν έναν νέο συνασπισμό προσδοκίας και μέλλοντος, ο οποίος να σκέφτεται με μεγαλύτερη αισιοδοξία και με μεγαλύτερη φαντασία σε σχέση με το μέλλον της Θεσσαλονίκης».