Η πολυαναμενόμενη παραπομπή του Ντόναλτ Τραμπ για την εξαγορά της σιωπής της πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς, ώστε να αποτρέψει τη δημοσιοποίηση της εξωσυζυγικής του «περιπέτειας», είναι πλέον πραγματικότητα. Καταρχάς το ενδιαφέρον έχει εστιάσει στο πώς θα αντιδράσει η σκληροπυρηνική βάση των οπαδών του, στην προοπτική να δει τον «Ντον» να φορά... «βραχιολάκια». Απ' όλες τις πλευρές έχουν εκφραστεί φόβοι για έκτροπα και ταραχές, την ώρα που η πόλη της Νέας Υόρκης έχει θέσει σε κατάσταση ετοιμότητας όλους τους άνδρες των σωμάτων επιβολής του νόμου. Και μπορεί ο Τραμπ να έχει φανατικούς οπαδούς, έχει παράλληλα και ορκισμένους πολέμιους. Η συνύπαρξη αυτών των δύο στρατοπέδων στους δρόμους της πόλης, σαφέστατα δεν προμηνύει τίποτα... καλό.
Αυτή όμως είναι η μια όψη του νομίσματος. Είναι η επικοινωνιακή πλευρά και αναμφίβολα είναι η «εικόνα» που θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον στις ημέρες που θα ακολουθήσουν. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά, η ουσιαστική, που αφορά στο αμιγώς πολιτικό διακύβευμα: Στη συμμετοχή του Τραμπ στην κούρσα για τις προεδρικές εκλογές του 2024.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Πολιτικός διωγμός, κυνήγι μαγισσών»: Η πρώτη αντίδραση Τραμπ μετά την παραπομπή του, πότε θα παραδοθεί
Δεν υπάρχει συνταγματικό κόλλημα
Σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ (στο άρθρο 2), οι προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για να έχει κάποιος δικαίωμα εκλογής για πρόεδρος είναι οι εξής: Να είναι πολίτης των ΗΠΑ, να κατοικεί τουλάχιστον 14 χρόνια στη χώρα και να έχει συμπληρώσει τα 35 του έτη. Σε περιπτώσεις που αφορούν ανάλογα προσόντα για μέλη του Κογκρέσου, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 2 αποτελεί το «συνταγματικό ανώτατο όριο» – απαγορεύοντας την επιβολή πρόσθετων προσόντων με οποιοδήποτε τρόπο.
Επομένως, επειδή το Σύνταγμα δεν απαιτεί ο πρόεδρος να είναι απαλλαγμένος από κατηγορίες, καταδίκες ή φυλάκιση, συνεπάγεται ότι ένα άτομο που κατηγορείται ή βρίσκεται στη φυλακή μπορεί να διεκδικήσει το αξίωμα και μπορεί ακόμη και να υπηρετήσει ως πρόεδρος. Αυτό είναι το κυρίαρχο νομικό πρότυπο που θα ίσχυε για τον πρώην πρόεδρο Τραμπ. Το γεγονός της απαγγελίας του κατηγορητηρίου και της ενδεχόμενης δίκης του, είναι άσχετο με τα προσόντα του για το αξίωμα σύμφωνα με το Σύνταγμα. Ως εκ τούτου, από συνταγματική άποψη δεν υπάρχει κόλλημα.
Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία ότι το κατηγορητήριο, η καταδίκη ή και τα δύο - πόσο μάλλον μια ποινή φυλάκισης - θα θέσουν εν αμφιβόλω την ικανότητα ενός προέδρου να ασκεί εξουσία. Και το Σύνταγμα δεν παρέχει εύκολες απαντήσεις στο πρόβλημα που θέτει ένας τόσο «διάτρητος» πρόεδρος.
Κυβερνώντας πίσω από τα... κάγκελα;
Όπως αναφέρει η Στέφανι Λίντκουιστ, καθηγήτρια νομικών και πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Αριζόνα, ένας υποψήφιος για την προεδρία μπορεί να κατηγορηθεί, να διωχθεί και να καταδικαστεί, είτε από πολιτειακές, είτε από ομοσπονδιακές αρχές. Το κατηγορητήριο για ένα έγκλημα σε επίπεδο πολιτείας, μπορεί να φαίνεται λιγότερο σημαντικό από τις ομοσπονδιακές κατηγορίες που ασκούνται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Όμως, το θέαμα μιας ποινικής δίκης σε πολιτειακό ή ομοσπονδιακό δικαστήριο θα είχε δραματική επίδραση στην προεδρική εκστρατεία και στην αξιοπιστία ενός προέδρου, εάν εκλεγόταν.
Όλοι οι κατηγορούμενοι θεωρούνται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους. Αλλά στην περίπτωση καταδίκης, η φυλάκιση σε πολιτειακή ή ομοσπονδιακή φυλακή συνεπάγεται περιορισμούς στην ελευθερία, που θα έβαζαν σε σημαντικό κίνδυνο την ικανότητα του προέδρου να ηγηθεί.
Αυτό το σημείο - ότι η λειτουργικότητα του πρόεδρου θα ήταν δύσκολη, αν τελούσε υπό κατηγορίες ή μετά από καταδίκη - έγινε ξεκάθαρη σε ένα μέμο του 2000 που συντάχθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το σημείωμα έχει ως αφετηρία ένα σημείωμα του Γραφείου Νομικών Συμβούλων του 1973, που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια του σκανδάλου Watergate, με τίτλο «Δυνατότητα ομοσπονδιακής ποινικής δίωξης του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και άλλων πολιτικών υπαλλήλων ενόσω είναι στην εξουσία». Το υπόβαθρο στο σημείωμα του 1973, ήταν ότι ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον βρισκόταν υπό έρευνα για τον ρόλο του στην διάρρηξη του Γουότεργκεϊτ και ο αντιπρόεδρος Σπύρο Άγκνιου βρισκόταν υπό έρευνα για φοροδιαφυγή.
Αυτά τα δύο υπομνήματα εξέταζαν εάν ένας εν ενεργεία πρόεδρος θα μπορούσε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να κατηγορηθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε. Τι γίνεται όμως με έναν πρόεδρο που κατηγορείται, καταδικάζεται ή και τα δύο, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση του Τραμπ;
Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον ένας εν ενεργεία πρόεδρος θα μπορούσε να κατηγορηθεί ή να φυλακιστεί ενώ ήταν στην εξουσία, τόσο τα υπομνήματα του 1973 όσο και του 2000 σκιαγράφησαν τις συνέπειες ενός κατηγορητηρίου που θα ανέμενε απόφαση για τη λειτουργικότητα του προέδρου στην εξουσία. Το προηγούμενο μέμο (του 1973) χρησιμοποίησε έντονη διατύπωση: «Το θέαμα ενός κατηγορούμενου προέδρου που προσπαθεί ακόμα να ασκήσει εξουσία μπερδεύει ακόμη και τη φαντασία».
Ακόμη πιο έντονα, τα υπομνήματα υπογραμμίζουν ότι μια ποινική δίωξη εναντίον ενός εν ενεργεία προέδρου θα μπορούσε να οδηγήσει σε «φυσική παρέμβαση στην εκτέλεση των επίσημων καθηκόντων του προέδρου που θα ισοδυναμούσε με ανικανότητα». Το σημείωμα εδώ αναφέρεται στην βάσανο μιας ποινικής δίκης, που θα μείωνε σημαντικά τη χρονική δέσμευση του προέδρου στα καθήκοντά του.
Αν θέλουν να πάνε στην κόλαση...
Ωστόσο, τι γίνεται εάν οι πολίτες εκλέξουν πράγματι έναν κατηγορούμενο ή φυλακισμένο πρόεδρο; Αυτό δεν αποκλείεται να συμβεί και υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Τουλάχιστον ένας έγκλειστος υποψήφιος για την προεδρία, ο Γιουτζίν Ντεμπς, συγκέντρωσε σχεδόν ένα εκατομμύριο ψήφους σε σύνολο 26,2 εκατομμυρίων που ψήφισαν στις εκλογές του 1920.
Μια πιθανή απάντηση σε ανάλογη προοπτική είναι το άρθρο 25 του αμερικανικού Συντάγματος, το οποία επιτρέπει στο υπουργικό συμβούλιο να κηρύξει τον πρόεδρο «ανίκανο να εκπληρώσει τις εξουσίες και τα καθήκοντα του».
Τα δύο υπομνήματα του Υπουργείου Δικαιοσύνης σημειώνουν, ωστόσο, ότι οι συντάκτες της 25ης Τροποποίησης του Συντάγματος, ποτέ δεν θεώρησαν ή ανέφεραν τη φυλάκιση ως βάση για την αδυναμία εκτέλεσης των εξουσιών και των καθηκόντων του προέδρου. Αναφέρουν ότι η αντικατάσταση του προέδρου σύμφωνα με την 25η Τροποποίηση θα ανατρεπόταν η επιλογή του λαού ως προς το ποιον επιθυμούν να υπηρετήσει ως πρόεδρος τους.
Όλα αυτά θυμίζουν την παραίνεση του δικαστή Όλιβερ Γουέντελ Χολμς για τον ρόλο του Ανωτάτου Δικαστηρίου: «Αν οι συμπολίτες μου θέλουν να πάνε στην κόλαση, θα τους βοηθήσω. Είναι η δουλειά μου». Η δήλωση του Χολμς ήρθε σε μια επιστολή που αναφερόταν στον αντιμονοπωλιακό νόμο Sherman, τον οποίο ο δικαστής θεωρούσε ανόητο νόμο. Αλλά ο Χολμς ήταν έτοιμος να αποδεχτεί τη λαϊκή βούληση, που εκφραζόταν μέσω της δημοκρατίας και της αυτοδιάθεσης.
Ίσως ο ίδιος προβληματισμός να ταιριάζει και εδώ: Εάν ο λαός επιλέξει έναν πρόεδρο που βρίσκεται αντιμέτωπος με ποινικές κυρώσεις, αυτό είναι επίσης μια μορφή αυτοδιάθεσης, για την οποία όμως το Σύνταγμα των ΗΠΑ δεν έχει έτοιμη λύση.