Αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον στο Βερολίνο για τη διαδικασία ένταξης των δυτικών Βαλκανίων (Σερβία, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Βοσνία -Ερζεγοβίνη, Αλβανία) στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την αύξηση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Ε.Ε. από τη μια μεριά και της Κίνας και της Ρωσίας από την άλλη, ιδίως μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία.
Αυτό φαίνεται από δημοσίευμα του Γερμανικού Ινστιτούτου για τη Διεθνή Πολιτική και την Ασφάλεια (το οποίο χρηματοδοτείται από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών) με θέμα τις «οικονομικές σχέσεις μεταξύ των Δυτικών Βαλκανίων και χωρών εκτός ΕΕ» αλλά και το «πώς μπορεί η ΕΕ να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των άμεσων επενδύσεων, των εμπορικών ανταλλαγών και της ενεργειακής ασφάλειας».
Σύμφωνα με το γερμανικό think tank, η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κλόνισε την πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Το αργότερο από τότε, στην περιοχή παρατηρείται μεγαλύτερη εμπλοκή οικονομικών φορέων από χώρες εκτός ΕΕ, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ). Η εμπλοκή τους είναι πιο εμφανής στις άμεσες επενδύσεις, το εμπόριο και την ενεργειακή ασφάλεια. Οι επενδύσεις από αυτές τις χώρες μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο «διαβρωτικού κεφαλαίου», το οποίο μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο κράτος δικαίου και στην ανάπτυξη της δημοκρατίας στα Δυτικά Βαλκάνια.
Λόγω της ορατά εντεινόμενης αντιπαλότητας μεταξύ της ΕΕ από τη μία πλευρά και της Ρωσίας και της Κίνας από την άλλη, τίθεται επομένως το ερώτημα πώς μπορεί η ΕΕ να αντιδράσει και να αντιμετωπίσει στρατηγικά την εντεινόμενη οικονομική διασύνδεση των Δυτικών Βαλκανίων με τους εν λόγω παράγοντες, συμπληρώνεται.
Συστάσεις δράσης για την ΕΕ
Λαμβάνοντας υπόψη τις εξαρτήσεις των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων σε στρατηγικούς τομείς που έχουν επισημανθεί και τις αυξανόμενες, περιβαλλοντικά επιζήμιες επενδύσεις της Κίνας στην περιοχή, τίθεται το ερώτημα πώς μπορεί η ΕΕ να ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις.
1. Ενίσχυση του κράτους δικαίου στα Δυτικά Βαλκάνια μέσω της σταδιακής ένταξης στην ΕΕ με έμφαση στην εσωτερική αγορά
Η αιτία των αρνητικών πολιτικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προαναφερόμενων οικονομικών δραστηριοτήτων δεν εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό στις χώρες προέλευσης αυτών των επενδύσεων, αλλά στα παράπονα των Δυτικών Βαλκανίων: αδύναμο κράτος δικαίου, εύθραυστες και διεφθαρμένες δομές και το αξίωμα της «οικονομικής ανάπτυξης με κάθε τίμημα». Είναι επομένως απαραίτητο να ενισχυθούν οι αρχές και οι μηχανισμοί της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στα ίδια τα Δυτικά Βαλκάνια.
Ωστόσο, η μεταρρυθμιστική διαδικασία στα Δυτικά Βαλκάνια δεν έχει προχωρήσει εδώ και χρόνια, και αυτό έχει δύο βασικές αιτίες: Από τη μία πλευρά, οι εντεινόμενες αντιδημοκρατικές τάσεις των ελίτ ορισμένων χωρών, οι οποίες δεν βλέπουν κανένα πλεονέκτημα σε μεταρρυθμίσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την εξουσία τους- από την άλλη πλευρά, η απροθυμία της ΕΕ να δεχθεί νέα μέλη. Υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο παραγόντων. Προκειμένου να δοθεί νέα ώθηση στην προθυμία για μεταρρυθμίσεις στα Δυτικά Βαλκάνια η διαδικασία διεύρυνσης θα πρέπει να προσφέρει στις υπό ένταξη χώρες πλεονεκτήματα όχι μόνο στο τέλος της, αλλά και στην πορεία.
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο προτάσεις για το σκοπό αυτό:
- Το λεγόμενο μοντέλο της «σταδιακής ένταξης», το οποίο προβλέπει τέσσερα στάδια ένταξης, σύμφωνα με τα οποία το ενδιαφερόμενο κράτος θα λαμβάνει περισσότερα χρήματα από τα διαρθρωτικά ταμεία σε κάθε στάδιο, αφού ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις
- Το μοντέλο του ανοίγματος της εσωτερικής αγοράς πριν από την πλήρη ένταξη, όπως στην περίπτωση της Φινλανδίας, της Σουηδίας ή της Αυστρίας το 1994 κατά τη διάρκεια της ένταξής τους στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Το μοντέλο της «σταδιακής προσχώρησης» προβλέπει επίσης την ένταξη στην ενιαία αγορά στο στάδιο 3.
Προκειμένου να ενταχθούν στην ενιαία αγορά, οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων θα πρέπει ούτως ή άλλως να προβούν σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα του κράτους δικαίου (νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις, καταπολέμηση της διαφθοράς κ.λπ.). Οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων που υστερούν σε σχέση με τις μεταρρυθμιστικές χώρες λόγω αυταρχικών τάσεων μπορούν επίσης να λογοδοτήσουν από τους ίδιους τους πολίτες τους. Μια νέα δυναμική σε μια διαδικασία προσχώρησης που βασίζεται στη σταδιακή οικονομική ολοκλήρωση με την ΕΕ θα έδινε την προοπτική απτών στόχων που πρέπει να επιτευχθούν πριν από την πλήρη ένταξη. Η σταδιακή αύξηση της χρηματοδότησης από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία θα αποτελούσε επίσης κίνητρο για μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, με τον τρόπο αυτό, η ΕΕ θα πρέπει επίσης να εφαρμόσει την αναθεωρημένη μεθοδολογία προσχώρησης του 2020 και να προβλέψει συγκεκριμένα μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τα πρότυπα της ΕΕ (για παράδειγμα, σε περίπτωση οπισθοδρόμησης ή στασιμότητας στη διαδικασία μεταρρύθμισης). Απώτερος στόχος θα πρέπει πάντα να είναι η πλήρης ένταξη στην ΕΕ.
Τέλος, αυτή η αλλαγή στη δυναμική της ενταξιακής διαδικασίας δεν θα επιβαρύνει σημαντικά τα κρατικά ταμεία των χωρών της ΕΕ. Το ΑΕΠ ολόκληρης της δυτικής Βαλκανικής είναι συγκρίσιμο με εκείνο της Σλοβακίας- εάν η περιοχή αντιμετωπιζόταν οικονομικά με τον ίδιο τρόπο όπως και τα άλλα κράτη μέλη που επωφελούνται από τα κονδύλια της ΕΕ, αυτό θα επιβάρυνε τα ταμεία των κρατών μελών μόνο κατά 1,6 έως 10,8 ευρώ περισσότερο κατά κεφαλήν ετησίως.
2. Επενδύσεις στην ηλιακή και αιολική ενέργεια ως στρατηγικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των επενδύσεων από την Κίνα ή τη Ρωσία.
Η ανταγωνιστικότητα των έξι χωρών της δυτικής βαλκανικής χερσονήσου μπορεί να αυξηθεί όχι μόνο μέσω βαθύτερης εμπορικής ολοκλήρωσης (η οποία συνδέεται με τη σταδιακή προσχώρηση στην ΕΕ), αλλά και μέσω περισσότερων επενδύσεων σε βιώσιμες υποδομές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στο οικονομικό και επενδυτικό σχέδιο της ΕΕ, υπάρχει μόνο ένα εμβληματικό σχέδιο που προωθεί την ηλιακή ή την αιολική ενέργεια. Ωστόσο, η δυτική Βαλκανική διαθέτει το μεγαλύτερο δυναμικό σε αυτούς τους δύο ενεργειακούς τομείς. Ένας πρόσθετος πλωτός ηλιακός σταθμός παραγωγής ενέργειας στην Αλβανία προστέθηκε στον προγραμματισμό μόλις το 2022. Ωστόσο, η πλειονότητα των έργων αφορά την προώθηση της υδροηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό ενέχει έναν κίνδυνο, καθώς η υδροηλεκτρική ενέργεια μπορεί όχι μόνο να προκαλέσει ζημιές στα τοπικά οικοσυστήματα. Πιθανόν επίσης να μην αποτελεί πλέον αξιόπιστη πηγή ενέργειας λόγω της κλιματικής αλλαγής. Στην Αλβανία, ήταν ήδη αισθητό το 2022 ότι η υδροηλεκτρική ενέργεια δεν μπορούσε να καλύψει έως και το 85% της εγχώριας ενεργειακής ζήτησης όπως τα προηγούμενα χρόνια, ως αποτέλεσμα της ξηρασίας.
Στο ίδιο σχέδιο προβλέπεται χρηματοδότηση κυρίως για την κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου, η οποία δεν θα συμβάλει στην απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα. Αν και έχει δημιουργηθεί η πλατφόρμα για τις αγορές φυσικού αερίου που θα πραγματοποιούνται από κοινού από την ΕΕ και τα Δυτικά Βαλκάνια, η σταδιακή εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων πρέπει να είναι ο απώτερος στρατηγικός στόχος. Το προσφάτως ανακοινωθέν σχέδιο ΕΕ-ΗΠΑ για επενδύσεις ύψους 3,5 δισ. ευρώ σε υποδομές φυσικού αερίου στα Δυτικά Βαλκάνια δεν εξυπηρετεί αυτή τη μακροπρόθεσμη στρατηγική.
Αν θέλει να αντιμετωπίσει τις «βρώμικες» κινεζικές ή ρωσικές επενδύσεις στους τομείς της εξόρυξης ή της ενέργειας, η ΕΕ θα πρέπει να επανεξετάσει τις στρατηγικές προτεραιότητές της για τις πράσινες επενδύσεις. Αντί να προωθεί το φυσικό αέριο ή την υδροηλεκτρική ενέργεια - που θα πρέπει να θεωρούνται μόνο ως μεταβατικές λύσεις - η ΕΕ θα πρέπει να χρηματοδοτεί έργα αιολικής και ηλιακής ενέργειας στα Δυτικά Βαλκάνια. Αυτό μπορεί να μειώσει μακροπρόθεσμα τις στρατηγικές εξαρτήσεις από τη Ρωσία. Ωστόσο, μια τέτοια μετάβαση απαιτεί επίσης - ιδίως στην περίπτωση της αποκεντρωμένης ηλιακής ενέργειας - την επέκταση των ικανοτήτων του δικτύου μεταφοράς και διανομής στη ΔΒ.
3. Ενίσχυση της στρατηγικής επικοινωνίας σχετικά με τις οικονομικές δραστηριότητες της ΕΕ
Οι πράσινες επενδύσεις πρέπει επίσης να συνοδεύονται από στρατηγική επικοινωνία. Η ΕΕ δεν θα πρέπει να χάσει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις επενδύσεις αυτές και ως αφηγηματικό εργαλείο κατά των «βρώμικων» επενδύσεων (π. χ. από τη Ρωσία ή την Κίνα).
Δεδομένου ότι τα περιβαλλοντικά κινήματα στα Δυτικά Βαλκάνια είναι πολύ δημοφιλή, το θέμα αυτό βρίσκει επίσης απήχηση στον πληθυσμό.
Κάθε έργο της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια θα πρέπει να ενσωματώνεται σε μια επικοινωνιακή στρατηγική για να αντιμετωπιστούν οι επενδύσεις από την Κίνα ή τη Ρωσία και αφηγηματικά. Έτσι, η πλειονότητα των ερωτηθέντων στη Σερβία πιστεύει ήδη ότι η ΕΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομική στήριξη για το μέλλον, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί τη Ρωσία ως τον σημαντικότερο εταίρο στην εξωτερική πολιτική. Αυτή η διαφορά στις αντιλήψεις θα μπορούσε να μειωθεί με μια ευρεία στρατηγική επικοινωνία.