Το πρώτο ερώτημα δεν είναι ποιος θα είναι ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, αλλά μάλλον με ποιον από τους αντιπάλους του θα κυβερνήσει. Και το επόμενο ερώτημα είναι τι αλλαγές θα φέρει στην πολιτικο-οικονομική σκηνή και πως θα διαμορφώσει τις νέες ισορροπίες και τους νέους συσχετισμούς σε μία Ευρώπη που περιμένει εναγωνίως τη νέα γερμανική κυβέρνηση για να πάρει κατευθύνσεις και να ανοίξει το δρόμο για την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της.
Ενώ όλοι εμφανίζονται αρκετά βέβαιοι ότι oι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) του Φρίντριχ Μερτς θα είναι το πρώτο κόμμα- σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις - εδώ ακριβώς ξεκινούν τα δύσκολα, καθώς ο σχεδιασμός του πολιτικού συστήματος της Γερμανίας σημαίνει ότι ένας συνασπισμός κομμάτων είναι σχεδόν αναπόφευκτος. Έτσι, παρότι ο νικητής των εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου φαίνεται βαρετά προβλέψιμος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Politico, η σύνθεση του συνασπισμού εξακολουθεί να είναι στον αέρα και μαζί και οι εξαγγελίες του Μερτς και κατ΄επέκταση και οι εξελίξεις στην ΕΕ.
Ο ίδιος ο Μερτς έχει παραδεχθεί ότι δεν θα είναι εύκολα μετά τις εκλογές, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο εάν θα προτιμήσει να συνεργαστεί με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) ή με τους Πράσινους.
Μέχρι στιγμής, έχει εστιάσει την προεκλογική εκστρατεία του σε προτάσεις για την αναζωογόνηση της χειμαζόμενης γερμανικής οικονομίας μετά από μια μεγάλη σύγκρουση για αυστηρότερους κανόνες μετανάστευσης. Ο Μερτς προκάλεσε την οργή των πολιτικών αντιπάλων του την προηγούμενη εβδομάδα όταν δέχθηκε ψήφους από το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για ένα σχέδιο νόμου αναφορικά με αυστηρότερους κανόνες μετανάστευσης, το οποίο τελικά δεν ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο.
Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική δυσφορία της Γερμανίας, ο Μερτς θα μπορούσε να εφαρμόσει κάποιες πολιτικές επανεκκίνησης της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης. Κάποτε η «ατμομηχανή» της Ευρώπης, η χώρα βρίσκεται σε συρρίκνωση εδώ και δύο έτη, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά από το 1950, ενώ δυσοίωνες προδιαγράφονται οι προοπτικές και για φέτος.
Η εξάρτηση της Γερμανίας από τις μεταποιητικές βιομηχανίες έντασης ενέργειας την καθιστά πιο ευάλωτη στον κινεζικό ανταγωνισμό και οι εταιρείες της, οι οποίες πληρώνουν διαρθρωτικά υψηλότερες τιμές ενέργειας, έχουν αναπτύξει μεγαλύτερη εξάρτηση από εξαγωγικές αγορές όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ.
Στο μεταξύ, οι ανάγκες χρηματοδότησης έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Και ενώ οι απηρχαιωμένες δημόσιες μεταφορές και οι ενεργειακές υποδομές της Γερμανίας χρειάζονται επείγοντα εκσυγχρονισμό, η χώρα περιορίζεται από το Συνταγματικό κατοχυρωμένο κανόνα του φρένου χρέους που προβλέπει δανεισμό έως 0,35% του ΑΕΠ.
Προεκλογικές εξαγγελίες Μερτς
Η «Ατζέντα 2030» του Μερτς υπόσχεται μείωση των φόρων για εταιρείες στο 25% από 30% σήμερα προκειμένου η Γερμανία να γίνει ελκυστικός τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και μείωση φόρων στα νοικοκυριά, εξάρθρωση της γραφειοκρατίας, περιορισμό των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και ενίσχυση των επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη. Περιλαμβάνει επίσης την αφαίρεση πράσινων κανονισμών και τη μείωση των επιδομάτων πρόνοιας που εισήγαγε ο συνασπισμός του Σολτς.
Οι οικονομολόγοι χαιρέτησαν τις προθέσεις του, αλλά επικρίνουν το σχέδιο ότι δεν χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό και βασίζεται σε αισιόδοξους στόχους ανάπτυξης. Αυτό θα σήμαινε μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, που απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων στο κοινοβούλιο και που σημαίνει ότι ο νέος Καγκελάριος θα αντιμετώπιζε μεγάλες προκλήσεις στην χαλάρωση των κανόνων δανεισμού. Ωστόσο, ο Μερτς δεν είχε αποκλείσει μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, σύμφωνα με την Handelsblatt.
Ήδη, το 55% των Γερμανών υποστηρίζει τώρα την αναθεώρηση των αυστηρών ορίων δανεισμού, σύμφωνα με δημοσκόπηση που έγινε τον Ιανουάριο από τη Forsa για λογαριασμό του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, σε σύγκριση με μόλις 32% πέρυσι τον Ιούλιο.
Υπενθυμίζεται δε, ότι οι συζητήσεις για αναστολή του φρένου χρέους ήταν αυτές που οδήγησαν στην κατάρρευση του τρικομματικού συναπισμού Σολτς στις 6 Νοεμβρίου, με το SPD του Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς να στηρίζει την αναστολή του εν λόγω κανόνα και τους Φιλελεύθερους του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ να τάσσονται κατά.
Επίσης, το CDU – CSU υπόσχεται να αναπτύξει περαιτέρω την ένωση κεφαλαιαγορών με την προοπτική να διευκολυνθούν οι διασυνοριακές επενδύσεις στην Ευρωζώνη και να στηριχθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Επιπλέον, ο Μέρτς θέλει να ακολουθήσει αυστηρότερες πολιτικές στην παράνομη μετανάστευση, ενώ παράλληλα κάλεσε την Ευρώπη να επενδύσει στη δική της ασφάλεια και να ακολουθήσει μία κοινή πολιτική κατά του Τραμπ.
Ωστόσο, απορρίπτει το κοινό χρέος σε επίπεδο ΕΕ, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, δεν θέλει να επιβάλει νέες επιβαρύνσεις στις τράπεζες, ενώ δεν κάνει καμία αναφορά σε ενδεχόμενο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων της ΕΕ, κάτι που αντιμετώπιζε πάντα με σκεπτικισμό.
Πως θα επηρεαστεί η υπόλοιπη ΕΕ
Τα παραπάνω δύο ζητήματα - κοινό χρέος στην ΕΕ και χαλάρωση φρένου χρέους στη Γερμανία - βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο αντίστοιχα, στα πλαίσια της εναγώνιας αναζήτησης πόρων για τη χρηματοδότηση της άμυνας και των επενδύσεων στις υποδομές, τόσο στην ΕΕ όσο και στη Γερμανία. Για το λόγο αυτό και ο Μερτς θεωρείται το «κλειδί» για την ροή νέου χρήματος στην ΕΕ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και όχι μόνο.
Παρότι μία μεταρρύθμιση του κανόνα του φρένου χρέους δεν θα οδηγήσει σε «όργιο δαπανών» στη Γερμανία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν αναλυτές, η Ευρώπη στο σύνολό της θα μπορούσε να επωφεληθεί αν η μεγαλύτερη οικονομία της μπορέσει να χαλαρώσει το «πορτοφόλι» της.
Ο πρόσθετος δανεισμός κρίνεται άλλωστε αναγκαίος για να μπορέσει η Γερμανία να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και να ανταποκριθεί στην πράσινη μετάβαση και την ψηφιοποίηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, μία αύξηση των κρατικών δαπανών στη Γερμανία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ενθαρρυντικό σημάδι μιας ευρύτερης αλλαγής στην ΕΕ σε ό,τι αφορά τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι το CDU – CSU έχει απορρίψει το κοινό χρέος στην ΕΕ, μία εκλογή Μερτς θα μπορούσε να δώσει νέα δυναμική για τα αμυντικά ομόλογα. Με τον Μερτς ως Καγκελάριο, η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να εγκαταλείψει την αντίθεσή της στα αμυντικά ομόλογα της ΕΕ και την κοινή χρηματοδότηση στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, σύμφωνα με το Euractiv.
Mια τέτοια προοπτική θα σήμαινε ότι ο Μερτς θα μπορούσε να στηρίξει την πρόταση Μητσοτάκη-Τουσκ περί νέου κοινού δανεισμού στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς ενδεχομένως θα άλλαζε την υφιστάμενη αρνητική στάση του Όλαφ Σολτς, όπως έχει ήδη αναφέρει το Insider.gr.
Σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες, τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης των εξοπλισμών από τα κράτη - μέλη της ΕΕ, αλλά με στενή συνεργασία μεταξύ τους, προκειμένου να επιτευχθούν καλύτερες τιμές και συντομότεροι χρόνοι παράδοσης.
Ενώ όμως έχει δηλώσει ότι η Γερμανία θα ξοδέψει περισσότερα για την άμυνα, δεν θα δεσμευτεί, όπως είπε, για έναν στόχο αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, όπως ζήτησε ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με το Reuters. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί ότι η Γερμανία πρέπει να φτάσει πρώτα το χαμηλότερο όριο του 2%, απαντώντας στην έκκληση του Τραμπ προς τα μέλη του ΝΑΤΟ να ξοδέψουν το 5% του ΑΕΠ για την άμυνα.
Αντίθετα, ο Όλαφ Σολτς έχει απορρίψει την απαίτηση του Τραμπ να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες των μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ καθώς εκτιμά ότι αυτό θα επιβάρυνε σημαντικά το γερμανικό προϋπολογισμό.
Ο Μερτς έχει επίσης πει ότι η Γερμανία μπορεί να καλύψει μελλοντικές αυξήσεις των αμυντικών δαπανών χωρίς ειδικό ταμείο, ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και υποψήφιος καγκελάριος των Πρασίνων, δήλωσε ότι η Γερμανία θα πρέπει να στοχεύσει σε στόχο 3,5%, με χρηματοδότηση μέσω δανείων.
Η θέση Μερτς για Ουκρανία
Ο Μερτς είναι πιο επιθετικός απέναντι στη Ρωσία από τον νυν καγκελάριο της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, γεγονός που για την Ουκρανία θα σήμαινε μεγαλύτερη προβλεψιμότητα στις διμερείς σχέσεις με το Βερολίνο, σύμφωνα με το Atlantic Counsil.
Πριν ξεκινήσει επίσημα η προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία, ο Μερτς ταξίδεψε στο Κίεβο στις αρχές Δεκεμβρίου για συναντήσεις με την ουκρανική κυβέρνηση. Είναι ένθερμος υποστηρικτής της παράδοσης γερμανικών πυραύλων κρουζ Taurus στην Ουκρανία, κάτι το οποίο ο Σολτς αρνείται σταθερά να επιτρέψει.
Το CDU θα είχε περιορισμένα εργαλεία για να διασφαλίσει τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας. Μία λύση θα ήταν μία χαλάρωση του φρένου χρέους ή να επιδιώξει μείωση της κρατικής χρηματοδότησης σε άλλους τομείς όπως η πρόνοια και οι μεταφορές, κάτι που οι ψηφοφόροι δεν πρόκειται να αποδεχθούν. Εναλλακτικά, μπορεί να επαναλάβουν την προσέγγιση που υιοθέτησε ο Σολτς και να προσπαθήσουν να εγκρίνουν ένα άλλο εκτός προϋπολογισμού «ειδικό ταμείο», σύμφωνα πάντα με το Atlantic Counsil.
Ο φόβος των εκλογών
Η μεγαλύτερη μεταβλητή, ωστόσο, είναι το είδος του συνασπισμού που προκύπτει από τις εκλογές. Είναι πιθανό το CDU/CSU να πρέπει να βασιστεί σε έναν συνασπισμό με το SPD ή τους Πράσινους που έχουν διαφορετικές πολιτικές προτεραιότητες και θα θέσουν τους δικούς τους όρους.
Επιπλέον, το διχασμένο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας σημαίνει ότι υπάρχει ο κίνδυνος τα ακροαριστερά και ακροδεξιά κόμματα να κερδίσουν τόσο πολύ στις εκλογές, ώστε να μην είναι δυνατή η απαραίτητη πλειοψηφία χωρίς την ένταξη ενός από αυτά στον συνασπισμό που θα προκύψει. Στην τελευταία δημοσκόπηση τον Αύγουστο, μια οριακή πλειοψηφία του κοινού τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του φρένου σε ένα έθνος όπου η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος έχει ακόμη κατά νου τον υπερπληθωρισμό που κατέστρεψε την οικονομία πριν από έναν αιώνα.
Εάν όμως το περιθώριο νίκης είναι απροσδόκητα υψηλό, ο Μερτς θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους όρους του πιο σθεναρά.