Η άποψη του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη περί της ανάγκης επικοινωνίας του Κυριάκου Μητσοτάκη με την καγκελάριο Μέρκελ και τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και στη συνέχεια της διενέργειας Σύσκεψης των Πολιτικών Αρχηγών άναψε νέες φωτιές στο πολιτικό σκηνικό, με την τοποθέτηση του κ. Παπαδημούλη να δημιουργεί ερωτηματικά για τις προθέσεις της κυβέρνησης, αλλά και για τις δυσκολίες στις διεργασίες για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.
Ομολογουμένως, όπως εξηγούσαν από το Μέγαρο Μαξίμου, η υπόθεση του χρέους είναι εθνική υπόθεση και η υποστήριξη της αντιπολίτευσης στην προσπάθεια της κυβέρνησης είναι καλοδεχούμενη. «Πρέπει να καταστεί σαφές σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις ακόμη και σε αυτές που πριν λίγο καιρό μιλούσαν για βιώσιμο χρέος ότι η μάχη για την απομείωση είναι εθνικού χαρακτήρα», σημείωναν ενδεικτικά κυβερνητικές πηγές, αναδεικνύοντας τον εθνικό χαρακτήρα της υπόθεσης του χρέους. Οι ίδιες κυβερνητικές πηγές, πάντως, τόνιζαν πως αυτή τη στιγμή και με τα παρόντα δεδομένα, δεν υπάρχει καμία σκέψη για υλοποίηση της ιδέας που έριξε στο τραπέζι ο κ. Παπαδημούλης.
Βέβαια, να σημειωθεί πως η πρόταση Παπαδημούλη δεν βρήκε ευήκοα ώτα ούτε στη ΝΔ, η οποία απέρριψε διαρρήδην τα όσα ακούστηκαν. «Ο κ. Παπαδημούλης παριστάνει ότι δεν συνειδητοποιεί την αποτυχία της Κυβέρνησης, η οποία δεν έχει, πλέον, καμία πολιτική στο θέμα του χρέους. Προφανώς, δεν έχει να ασχοληθεί με κάτι ουσιαστικό και ξεπερνά με τις δηλώσεις του κάθε όριο αυτογελοιοποίησης», τόνιζαν κύκλοι της Πειραιώς, ενώ συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη εξηγούσε πως η ΝΔ δεν πρόκειται να παράσχει σανίδα σωτηρίας και άλλοθι στην κυβέρνηση.
Με αυτά και με αυτά, πάντως, η κυβέρνηση επιμένει στην προσπάθεια υπέρβασης των εμποδίων στο δρόμο για το Eurogroup, ώστε να προκύψει μια «καθαρή» συμφωνία, με σαφή τον ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και η οποία θα ανοίγει τον δρόμο για την ένταξη στο QE. Βέβαια, ιεραρχικά, η κυβέρνηση προτάσσει την ένταξη στο QE, μιας και ήδη έχει διαμηνυθεί από το εξωτερικό και κύκλους των εταίρων στο Μέγαρο Μαξίμου πως η όποια πρόταση πέσει στο τραπέζι δεν θα είναι δραματικά διαφορετική από αυτή που συζητήθηκε και απορρίφθηκε στις 22 Μαΐου.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν αποκλείεται η κυβέρνηση να κάνει με τη σειρά της παραχωρήσεις στο ζήτημα του χρέους, σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία πριν από τις γερμανικές εκλογές, με αντάλλαγμα μια τέτοια διατύπωση, η οποία θα καλύπτει τον Μάριο Ντράγκι και θα διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις αγορές. Διότι, μπορεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να εκτίμησε, όπως το λένε και κυβερνητικοί κύκλοι, πως θα μπορούσαμε να βγούμε στις αγορές και χωρίς το QE, πλην όμως έξοδος χωρίς QE αφενός δεν θα γινόταν με τους ίδιους όρους σε ό,τι αφορά τα επιτόκια, αφετέρου δεν είναι βέβαιο πως θα ήταν εφικτή στον ίδιο χρόνο-με ό,τι αυτό σημαίνει για τον ορίζοντα οριστικής εξόδου και απαλλαγής από τη μνημονιακή επιτροπεία.
Έτσι, με το βλέμμα στραμμένο στο χρέος και στο QE, ο Αλέξης Τσίπρας αναλώθηκε σε έναν πυρετό τηλεφωνημάτων την Τρίτη, μιλώντας με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν, μιας και, όπως υπενθύμιζαν κυβερνητικές πηγές, είχαν συμφωνήσει να παραμείνουν σε επικοινωνία σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Στα εν λόγω τηλεφωνήματα, ο πρωθυπουργός επανέλαβε τη θέση του περί της ανάγκης «καθαρής λύσης», η οποία θα ικανοποιεί τις επιδιώξεις της κυβέρνησης που περιγράφησαν στην ανωτέρω παράγραφο. Εντύπωση, πάντως, προκάλεσε και το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός συνομίλησε με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος συγκαλεί τις Συνόδους Κορυφής των ηγετών, με τις σκέψεις ορισμένων να πηγαίνουν στο… σχέδιο Β, ώστε να τεθεί το ελληνικό ζήτημα σε επίπεδο κορυφής στις 22 Ιουνίου, εφόσον δεν υπάρξει λύση στο Eurogroup, όπου θα επιδιωχθεί συνολική λύση-και με εκταμίευση δόσης.