Αν ένα βασικό συμπέρασμα προκύπτει από την τοποθέτηση του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου είναι πως η κυβέρνηση αφήνει ανοιχτή την option της μεταφοράς της εκκρεμότητας στην αξιολόγηση ακόμα στη Σύνοδο Κορυφής, εφόσον δεν προκύψει λύση στο Eurogroup.
Η αιτιολογία που έδωσε ο πρωθυπουργός είναι σαφής: αν, είπε ουσιαστικά, ο κ. Τσίπρας, αυτό που μας προσφερθεί είναι μια επανάληψη της πρότασης Σόιμπλε που απορρίψαμε στην προηγούμενη συνεδρίαση του Eurogroup, τότε θα την απορρίψουμε εκ νέου και θα μεταφέρουμε το ζήτημα σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, όπου κυβερνήσεις θα πρέπει να πάρουν την ευθύνη των πράξεών τους.
Ως προς το γιατί η κυβέρνηση σηκώνει τόσο πολύ το ζήτημα του χρέους, «απειλώντας» εμμέσως πλην σαφώς και παρά τις προειδοποιήσεις ακόμα και από συμμάχους για Σύνοδο Κορυφής, αυτό επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών. Πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για ένα σκέλος της διαπραγματευτικής τακτικής του Μαξίμου, στην προσπάθεια επιδίωξης μιας καλύτερης λύσης για το χρέος. Στις λέξεις αυτές κρύβεται και το μυστικό της επιτυχίας της συνεδρίασης του Eurogroup, όπως προεξόφλησε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Σόιμπλε: η Αθήνα σηκώνει τους τόνους για να διασφαλίσει ότι δεν θα πάρει ακριβώς την ίδια πρόταση που απέρριψε και ο κ. Τσίπρας προβάλλει το…maximum της αντίδρασης, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει κάτι περισσότερο από το minimum για το χρέος. Παράλληλα, στέλνεται και ένα μήνυμα στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ότι η διαπραγματευτική ομάδα δεν εγκαταλείπει την υπόθεση του χρέους, πάνω στο οποίο εν πολλοίς βασίστηκε η συλλογιστική των βουλευτών της συμπολίτευσης για την υπερψήφιση του σκληρού πακέτου μέτρων για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση.
Κάπως έτσι, ο πρωθυπουργός ξόρκισε «μια όποια λύση», λέγοντας ότι η κυβέρνηση διεκδικεί λύση που θα ανοίγει δρόμο για αυτοδύναμη, σταθερή δυνατότητα εξόδου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Προσέθεσε, δε, ότι η βιωσιμότητα του χρέους είναι συνάρτηση τριών παραμέτρων: αρχικά, των μέτρων για το χρέος που περιλαμβάνουν την περίοδο χάριτος, την επέκταση των ωριμάνσεων και την επιστροφή κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατεί η ΕΚΤ, των ρυθμών ανάπτυξης και του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων. «Εμείς διεκδικούμε τα χαμηλότερα δυνατά πλεονάσματα ώστε να έχουμε λύση κοινωνικά βιώσιμη. Διεκδικούμε δεσμεύσεις για συγκεκριμένες αναπτυξιακές δράσεις ώστε να πετύχουμε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Και βεβαίως τη μεγαλύτερη δυνατή επέκταση καθώς και την ομαλοποίηση της καμπύλης των αποπληρωμών», ανέφερε ο κ. Τσίπρας, ορίζοντας τις κυβερνητικές προτεραιότητες.
Επικουρικά ως προς την κατανόηση του γιατί η κυβέρνηση δεν κλείνει το παράθυρο για λύση στη Σύνοδο Κορυφής έδρασε και η βραδινή συνέντευξη του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου σε ραδιοφωνικό σταθμό. «Από τα μέχρι σήμερα δεδομένα που έχουμε από την εμπειρία του παρελθόντος, δεν μας επιτρέπεται να προεξοφλούμε θετικές λύσεις από ένα όργανο, στο οποίο συμμετέχει και ο κ. Σόϊμπλε. Επομένως, το πρόβλημα εμπιστοσύνης δεν είναι, προφανώς, μεταξύ του κ. Τσακαλώτου και του Πρωθυπουργού, αλλά μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης συνολικά και του κ. Σόϊμπλε, ο οποίος έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι δεν είναι πάντοτε εποικοδομητικός», υπογράμμισε ο κ. Τζανακόπουλος, καίτοι τόνισε με νόημα ότι η κυβέρνηση εργάζεται, ώστε να υπάρξει η καλύτερη δυνατή λύση στο αυριανό Eurogroup.
Η έννοια του timing
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και ο συλλογισμός του πρωθυπουργού ως προς το timing της διεκδίκησης. Ο κ. Τσίπρας υπεραμύνθηκε της κυβερνητικής στρατηγικής, εξηγώντας πως η χρονική συγκυρία είναι κατάλληλη για τέσσερις βασικούς λόγους: η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και άρα δεν είναι έκθετη, υπάρχουν συμμαχίες, κανείς δεν ξέρει τι θα βγει στις γερμανικές εκλογές και πλησιάζουμε στο τέλος του προγράμματος, οπότε πρέπει να διασφαλίσουμε όρους βιωσιμότητας για το μέλλον.
Ομολογουμένως, κάποιους από τους προβληματισμούς του κ. Τσίπρα συμμερίζονται και ευρωπαϊκές πηγές, όπως το τι θα προκύψει από τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο, αλλά και το να φτάσει η Ελλάδα στον Αύγουστο του 2018 έχοντας ξορκίσει όσο το δυνατόν καλύτερα τα «φαντάσματα» του Grexit, όπως ανέφερε υψηλόβαθμη ευρωπαϊκή πηγή. Βέβαια, Ευρωπαϊκές πηγές εκτιμούν ότι η συγκυρία, ακριβώς λόγω της εκλογικής αναμέτρησης στη Γερμανία δεν ενδείκνυται για τέτοιες διεκδικήσεις και αντιτείνουν ότι η χώρα μας πρέπει να επικεντρωθεί στα της εφαρμογής του προγράμματος, ώστε να εμπεδωθεί η σταθερότητα.
«Πάγος» από τους «έξω»
Βέβαια, την ώρα που ο κ. Τσίπρας σήκωνε εκ νέου το ζήτημα της Συνόδου Κορυφής, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έβαζαν «πάγο» στις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς. Από τη μια, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μπορεί να εμφανίστηκε αισιόδοξος για την έκβαση της διαπραγμάτευσης, αλλά από την άλλη κάλεσε τον πρωθυπουργο ουσιαστικά…να δείχνει περισσότερη εμπιστοσύνη στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ενώ σημείωσε ότι ο κ. Τσίπρας εξακολουθεί να τηλεφωνεί στην καγκελάριο Μέρκελ, ενώ αυτή παραπέμπει το θέμα στους υπουργούς Οικονομικών.
Από την άλλη, Ευρωπαίος αξιωματούχος με γνώση της διαπραγμάτευσης σημείωνε ότι θα υπάρξει συμφωνία για την εκταμίευση της δόσης, η οποία μπορεί να φτάνει έως και τα 11 δις ευρώ, αλλά οι διατυπώσεις για το χρέος θα είναι στην καλύτερη περίπτωση γενικόλογες, ενώ το ΔΝΤ θα παραμείνει με το γνωστό πλέον stand-by arrangement, θα κυρώσει δηλαδή την τεχνική συμφωνία, αλλά θα επιφυλαχθεί για εκταμίευση μέχρι οι Ευρωπαίοι να συμφωνήσουν για το ζήτημα του χρέους. Αντίστοιχη ήταν και η εκτίμηση ευρωπαϊκής πηγής, με την οποία το Insider.gr συνομίλησε το πρωί της Τετάρτης, μιας και ανέφερε ότι θα υπάρξει μεν εκταμίευση, αλλά ελάχιστη πρόοδος για το χρέος, με αποτέλεσμα και η πόρτα του QE να παραμένει ακόμα κλειστή.