Η συμφωνία για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος αποτελεί ουσιαστικά την περάτωση μιας εκκρεμότητας που χρόνιζε εδώ και σχεδόν εννιά μήνες, από τον Οκτώβριο του 2016. Πλέον, έστω και μακριά από τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει όλο το προηγούμενο διάστημα η ελληνική κυβέρνηση, τα σύννεφα της αβεβαιότητας ξορκίζονται και το Μέγαρο Μαξίμου, έχοντας μπροστά του καθαρό πολιτικό χρόνο, είναι αντιμέτωπο ίσως με την πιο δύσκολη πρόκληση: να κυβερνήσει.
Είναι σαφές πως η κυβέρνηση έχει και κέρδη, αλλά και απώλειες από τη συνεδρίαση του Eurogroup. Στο σκέλος των κερδών εντάσσεται η εκταμίευση μεγαλύτερου του αναμενομένου ποσού, της τάξης των 8,5 δις ευρώ, αλλά και η περαιτέρω εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος και η δέσμευση των Ευρωπαίων αξιωματούχων να βοηθήσουν την Ελλάδα, ώστε να επιστρέψει στις αγορές στο τέλος του προγράμματος. Παράλληλα, το ΔΝΤ μένει στο πρόγραμμα στο πλαίσιο ενός stand-by arrangement. Βέβαια, υπάρχουν και ζητήματα που, εν τέλει, δεν πήγαν όπως ακριβώς τα σχεδίαζε το κυβερνητικό επιτελείο. Παρά τις διαρροές περί «γραβάτας» προ μερικών εβδομάδων από τον πρωθυπουργό, το statement του Eurogroup με σαφήνεια σημειώνει ότι τα μέτρα για το χρέος, στην έκταση που θα είναι απαραίτητο, θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος και επί τη βάσει της επιτυχούς ολοκλήρωσής του. Αυτή η διατύπωση είναι μεν καλύτερη από αυτή που ετέθη επί τάπητος πριν από τρεις εβδομάδες, αλλά θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να ανοίξει τον δρόμο για το QE, όπως θα επιθυμούσε η κυβέρνηση, ενώ και ο «καθαρός δρόμος» για τις αγορές είναι ζητούμενο. Τέλος, τα πλεονάσματα θα είναι της τάξης του 3,5% έως το 2022, ενώ από τότε ως το 2060 θα είναι τουλάχιστον 2%.
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, όπως το καταγράφουν και κυβερνητικές πηγές, ότι στην απόφαση του Eurogroup υπάρχουν αρκετές ρήτρες ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα η βασική ιδέα του μηχανισμού που κόμισε προ ημερών στην Αθήνα και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ, αλλά και η δέσμευση των Ευρωπαίων για υποστήριξη της χώρας στην προσπάθεια δημιουργίας μιας Εθνικής Τράπεζας Επενδύσεων, η οποία θα διαχειρίζεται και θα συντονίζει επενδυτικά projects, φυσικά με την αξιοποίηση ευρωπαϊκών κεφαλαίων.
Με αυτά και με αυτά, η εκκρεμότητα της αξιολόγησης κλείνει για την κυβέρνηση, προς διάψευση των σεναρίων ρήξης που διακινήθηκαν τις τελευταίες ημέρες. Αποδεικνύεται, δε, όπως έγραφε το Insider.gr από το πρωί της Πέμπτης, ότι η όξυνση των τόνων επρόκειτο περισσότερο για μια διαπραγματευτική τακτική των εμπλεκομένων μερών, ώστε να αποκομίσουν το καλύτερο δυνατόν από το Eurogroup. Eξ ου και το πρωί της Πέμπτης, η Αθήνα χαμήλωσε τους τόνους, ενώ και ο πρωθυπουργός από τη Θεσσαλονίκη είπε τη φράση «στο τέλος κερδίζουν οι καλοί» που ερμηνεύθηκε ως προμήνυμα συμφωνίας.
Βέβαια, από εδώ και πέρα αρχίζουν οι πραγματικές προκλήσεις για την κυβέρνηση. Το Μαξίμου κάνει ταμείο και εκτιμά ότι ο απολογισμός, παρά τις δυσκολίες και τις εκκρεμότητες, είναι θετικός και δίνει ώθηση στη χώρα, συνδυαστικά με την εμπέδωση της σταθερότητας σε ένα κρίσιμο momentum, πλην όμως η κυβέρνηση θα δοκιμαστεί στο πεδίο της καθημερινότητας, αλλά και της απτής βελτίωσης του οικονομικού κλίματος και όχι μόνο στους στατιστικούς δείκτες. Άλλωστε, τα δύο ανωτέρω σημεία τα έχει θίξει ο πρωθυπουργός και σε προηγούμενες συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου και έχει ζητήσει από τους υπουργούς του βελτίωση της αποδοτικότητάς τους. Άλλωστε, ο κ. Τσίπρας, πρώτος από όλους, γνωρίζει ότι ο πολιτικός χρόνος που κέρδισε με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, θα είναι άνευ αντικρίσματος, εφόσον δεν ανατραπούν πολλά δεδομένα, τόσο σε ό,τι αφορά το κυβερνητικό έργο όσο και σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του κυβερνητικού έργου από τους πολίτες.