Το ιδρυτικό συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής έφερε εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα των μετεκλογικών συνεργασιών, ιδίως από τη στιγμή που στο πολιτικό σκηνικό κυριαρχεί η αίσθηση ότι, μπορεί πρόθεση της κυβέρνησης να είναι οι κάλπες να στηθούν το 2019, πλην όμως υπάρχει μια σειρά αστάθμητων παραγόντων που μπορεί να επιβάλλουν το στήσιμό τους νωρίτερα, προς το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Από το βήμα του συνεδρίου του Κινήματος Αλλαγής, η επικεφαλής του Φώφη Γεννηματά επέλεξε να παρουσιάσει το κόμμα ως την οιωνεί τρίτη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό, η οποία μετά τις ερχόμενες εκλογές θα πάρει και διερευνητική εντολή και θα καταθέσει προς τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ ένα επεξεργασμένο πολιτικό πλαίσιο συνεργασίας.
«Αλλά δεν τα κατάφεραν, δεν έπεισαν. Όψιμα βέβαια, μετά από χρόνια, σκέφτηκαν την ανάγκη για συνεργασίες. Αν τότε στην αρχή της κρίσης, όπως είπε και ο Γιώργος (Παπανδρέου), το πίστευαν και το έκαναν, τα πράγματα για τη χώρα και τους πολίτες θα ήταν αλλιώς. Αλλά οι πλατείες και τα Ζάππεια κάλυψαν τους πραγματικούς υπεύθυνους του εκτροχιασμού της οικονομίας, υπονόμευσαν τις προσπάθειες και κράτησαν την Ελλάδα 8 χρόνια μέσα στην κρίση. Άλλαξαν μυαλά τώρα; Με την ακραία πόλωση και το διχασμό βάζουν σε κίνδυνο και πάλι την εθνική προσπάθεια. Η στροφή τους είναι εικονική. Μόνο η καρέκλα για τους μεν και τα κουκιά για τους δε, τους ενδιαφέρουν. Εμείς βαδίζουμε στη δική μας λεωφόρο, έχουμε το δικό μας γαλαξία. Ζητάμε τη δύναμη από τους πολίτες για να επιβάλλουμε τη συνεννόηση» υπογράμμισε το Σάββατο, κλείνοντας τις εργασίες του συνεδρίου η κ. Γεννηματά, εξαπολύοντας βέλη τόσο προς τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και προς τη μεριά της ΝΔ.
Είναι σαφές, σύμφωνα με στελέχη του Κινήματος Αλλαγής με τα οποία το Insider.gr συνομίλησε, ότι ο στόχος του νεότευκτου σχηματισμού, με όλες τις δυσκολίες, θα είναι να είναι στην τρίτη θέση στις εκλογές και να αναχθεί συνεπώς σε ρυθμιστή για τις μετεκλογικές συνεργασίες. Βέβαια και στο εσωτερικό του οι απόψεις την κατεύθυνση των συνεργασιών ποικίλλουν. Για παράδειγμα, ο δεύτερος των εκλογών Νίκος Ανδρουλάκης εμφανίστηκε υπέρμαχος της λογικής «όχι συνεργασία για τη συνεργασία», σε περίπτωση που το αποτέλεσμα για το κόμμα δεν είναι θετικό. Από την άλλη, ο Ευάγγελος Βενιζέλος προέταξε την ανάγκη δημιουργίας ενός «μετώπου δημοκρατίας» απέναντι στους ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Με τη σειρά του, ο Σταύρος Θεοδωράκης τάχθηκε «υπέρ των συνεργασιών που φέρνουν λύσεις». Με όλα αυτά, είναι σαφές ότι και στο εσωτερικό του κόμματος υπάρχουν ακόμα υπαρκτά διλήμματα για την κατεύθυνση των μετεκλογικών συνεργασιών, ενώ υπάρχουν και φωνές, όπως του Γιάννη Ραγκούση φερ ειπείν, οι οποίες όμως έχουν μικρή απήχηση, ότι θα πρέπει η κεντρική κατεύθυνση να είναι μακριά από τη συμμαχία με την Κεντροδεξιά.
Από εκεί και πέρα, τόσο το Μαξίμου όσο και η ΝΔ παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις διεργασίες. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος ξεκαθάρισε ότι μέχρι στιγμής η κυβέρνηση συνομιλεί μόνο με πρόσωπα που προέρχονται από την Κεντροαριστερά και πέταξε το μπαλάκι στο Κίνημα Αλλαγής να ξεκαθαρίσει τη στάση του τόσο για τα κυβερνητικά πεπραγμένα του από το 2010 όσο και για τα θέματα διαπλοκής και διαφθοράς. Πάντως, με δεδομένη την επιδείνωση των σχέσεων με τον Πάνο Καμμένο, το Κίνημα Αλλαγής θα αποτελούσε έναν ευκταίο σύμμαχο για την κυβέρνηση, υπό πολλές προϋποθέσεις όμως. Συνεπώς, ως τότε, η κυβέρνηση κάνει ανοίγματα σε πρόσωπα το χώρου, όπως έγινε και με το Προοδευτικό Φόρουμ που συνεδρίασε το Σαββατοκύριακο, και παρακολουθεί τις εξελίξεις.
Στη ΝΔ, τέλος, είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από την υποδοχή, της οποίας έτυχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τον χαιρετισμό του την Παρασκευή στην έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, όπου χειροκροτήθηκε πολλές φορές, ενώ στο τέλος έβγαλε και πολλές selfies με συνέδρους. Ο κ. Μητσοτάκης επέμεινε στη στρατηγική των ανοιγμάτων, λεγοντας ότι υπάρχει μια σειρά θεμάτων που ΝΔ και Κίνημα Αλλαγής αξίζει να συναντηθούν και ότι στη χωρα πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα κουλτούρα συνεργασιών. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι και στη ΝΔ αντιμετωπίζουν το Κίνημα Αλλαγής ως δυνητικό κυβερνητικό εταίρο, αν και προέχει η προσπάθεια για όσο το δυνατόν καλύτερο πλασάρισμα ως προς την εκλογική πρωτιά.