Με ικανοποίηση υποδέχθηκαν στην Αθήνα κυβερνητικοί παράγοντες τόσο τα μηνύματα που απέστειλαν οι επικεφαλής της Ε.Ε., κ.κ. Τουσκ και Γιούνκερ προς την Τουρκία, όσο και τη φράση του κ. Γιούνκερ ότι η πρόοδος του διαλόγου για τις ευρωτουρκικές σχέσεις περνά μέσα από τη βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με κράτη-μέλη της Ένωσης, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος.
«Οι καλές διμερείς σχέσεις αποτελούν πολύ σημαντική δέσμευση για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, διατυπώσαμε όμως την ανησυχία μας για τις τουρκικές ενέργειες στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, όπως επίσης και για την κράτηση πολιτών της Ε.Ε. από την Αγκυρα». Σε αυτή τη φράση του Ντόναλντ Τούσκ κατά τη συνέντευξη Τύπου στη Βάρνα εμπερικλείεται, ουσιαστικά, όλο το νόημα της προσέγγισης της Ε.Ε. στο πώς θα πρέπει να συμπεριφέρεται η Τουρκία. Πρόκειται, δε, για μια διατύπωση που ικανοποιεί πλήρως και την Αθήνα και τη Λευκωσία, καθώς ουσιαστικά η βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων συνδέεται οργανικά με τη βελτίωση των σχέσεων από μέρους της Τουρκίας με την Ελλάδα και την Κύπρο, κατά βάση.
Παράλληλα, σε άλλο σημείο της συνέντευξης Τύπου, ο Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, στο ίδιο πλαίσιο, υπογράμμισε ότι η Τουρκία πρέπει να δουλέψει για τη βελτίωση των σχέσεών της συγκεκριμένα με την Ελλάδα και την Κύπρο, προκειμένου να υπάρχει απτή πρόοδος σε ό,τι αφορά τη βελτίωση του διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ της Ε.Ε. και της Τουρκίας. Μάλιστα, ο κ. Γιούνκερ ήταν και αυτός που έθιξε συγκεκριμένα το ζήτημα των δύο στρατιωτικών, εκφράζοντας την ευχή το ζήτημα να έχει επιλυθεί με τον δέοντα τρόπο, πριν το ορθόξοδο Πάσχα, δηλαδή εντός των επόμενων δύο εβδομάδων.
Οι αναφορές των κ.κ. Γιούνκερ και Τουσκ, πάντως, να σημειωθεί ότι έγιναν ασμένως δεκτές από το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο θεωρεί ότι η προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος της τουρκικής προκλητικότητας αποδίδει καρπούς, με τη σαφή τοποθέτηση της Ε.Ε., η οποία θέτει επί τάπητος με παρρησία όλα τα ανοιχτά ζητήματα ενώπιον του κ. Ερντογάν, ανεξαρτήτως της συνεργασίας που υπάρχει ιδίως στο προσφυγικό. «Για πρώτη φορά η ΕΕ έστειλε σαφές μήνυμα στην Τουρκία πως δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος στις ευρωτουρκικές σχέσεις χωρίς πρόοδο στις σχέσεις της με την Ελλάδα και την Κύπρο», διαμήνυαν, μετά το τέλος της τετραμερούς στη Βάρνα, ελληνικές κυβερνητικές πηγές. Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι κ.κ. Τουσκ και Γιούνκερ έθεσαν μετ' επιτάσεως το ζήτημα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον κ. Ερντογάν κεκλεισμένων των θυρών, αν και δεν απέσπασαν σαφή δέσμευση για το τι θα κάνει.
Να σημειωθεί, βέβαια, ότι από τη Βάρνα δεν προκύπτει, πέραν των αυστηρών ευρωπαϊκών μηνυμάτων και των χαμηλότερων ρητορικά τόνων του Ταγίπ Ερντογάν, κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα για τη βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων, παρ' όλη την προσπάθεια από ευρωπαϊκής μεριάς να διατηρηθούν ανοιχτοί δίαυλοι. Μάλιστα, ορισμένοι είδαν στη συνέντευξη Τύπου, ουσιαστικά, δύο παράλληλους μονολόγους, χωρίς ιδιαίτερα σημεία σύγκλισης πέραν των πεδίων που ήδη υπάρχει συνεργασία. Παράλληλα και παρά το ευρωπαϊκό πρέσινγκ, ο κ. Ερντογάν δεν ανέλαβε κάποια σαφή δέσμευση, ούτε ως προς τους δύο Έλληνες αξιωματικούς, ούτε ως προς το πώς θα συμπεριφέρεται από εδώ και στο εξής η Τουρκία έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, ενώ παράλληλα επανέλαβε ότι θα συνεχίσει τις τουρκικές επιχειρήσεις στη Συρία.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι σαφές ότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις εξακολουθούν να βρίσκονται σε δύσκολη φάση-κάτι που γνωρίζουν στο Μέγαρο Μαξίμου, ενώ παραμένουν και οι ισχυρές ανησυχίες της ΝΔ και μετά τη Συνάντηση της Βάρνας. Από εδώ και στο εξής, συνεπώς, αναμένονται με ενδιαφέρον οι επόμενες κινήσεις της Άγκυρας, πέρα από τις ανά καιρούς εμπρηστικές τοποθετήσεις είτε του κ. Ερντογάν είτε έτερων Τούρκων αξιωματούχων, οι οποίες θα καταδείξουν ουσιαστικά και το αν τα μηνύματα που εκπέφθηκαν και από τη Βάρνα είχαν πρακτική ανταπόκριση στη γείτονα χώρα, η οποία, έστω στα λόγια, συνεχίζει να ευαγγελίζεται την ευρωπαϊκή της προοπτική.