Δυσανάλογο δείχνει το κόστος μίσθωσης ακινήτων στην Αθήνα σε σύγκριση με την Θεσσαλονίκη και τη Πάτρα. Ο υποψήφιος ενοικιαστής στην Αθήνα θα πρέπει να πληρώσει κατά μέσο όρο 66,10% υψηλότερο ενοίκιο σε σχέση με τον υποψήφιο ενοικιαστή στη Θεσσαλονίκη και +82,50% σε σχέση με τον υποψήφιο ενοικιαστή στη Πάτρα. Η μέση κατώτατη ζητούμενη τιμή μίσθωσης στην Αθήνα διαμορφώνεται στα 8,15 ευρώ/τ.μ. και η μέση ανώτατη στα 11,4 ευρώ/τ.μ., όταν στη Θεσσαλονίκη η μέση κατώτατη ζητούμενη τιμή μίσθωσης διαμορφώνεται στα 5,4 ευρώ/τ.μ. και η μέση ανώτατη στα 6,4 ευρώ/τ.μ. και στην Πάτρα η μέση κατώτατη ζητούμενη τιμή μίσθωσης διαμορφώνεται στα 4,83 ευρώ/τ.μ. και η μέση ανώτατη στα 5,92 ευρώ/τ.μ.
Αυτό προκύπτει από σχετική έρευνα του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates αναφορικά με τη σύγκριση του κόστους στέγασης, όσον αφορά στα ενοίκια, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα.
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος του δικτύου, κ. Θέμης Μπάκας, «η Αττική αποτελεί τη πόλη που δημιουργεί ή/και εμπεριέχει ευκαιρίες για τον εκάστοτε νέο που την επισκέπτεται είτε για την ακαδημαϊκή, είτε για την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Μη ξεχνάμε ότι η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδος και φιλοξενεί περίπου το 50% του πληθυσμού της χώρας μας. Οι υποδομές της Αττικής, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις υπόλοιπες περιφερειακές πόλεις, ακόμη και αν αναφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη και στη Πάτρα που αποτελεί την 3η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδος. Παρομοίως δεν μπορούν να συγκριθούν και τα οικονομικά μεγέθη, οι αναπλάσεις, οι επενδύσεις και ο τουρισμός της Αθήνας με τις υπόλοιπες πόλεις .
Μη ξεχνάμε ότι μεγάλο μέρος των περιοχών του Ν. Αττικής εξυπηρετούνται είτε με στάση του μετρό – ηλεκτρικού – προαστιακού, είτε με στάση του τραμ ή/και με κεντρικούς οδικούς άξονες. Γενικότερα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα έργα υποδομής και τα οικονομικά μεγέθη της εκάστοτε πόλης, αποτελούν βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τις αξίες των ακινήτων, είτε διατίθενται προς πώληση, είτε προς ενοικίαση
Μέσα από την έρευνά μας προσπαθήσαμε να συγκρίνουμε το κόστος στέγασης των τριών μεγαλύτερων πόλεων της χώρα μας. Σίγουρα πολλές περιοχές που συγκρίνονται, δεν διαθέτουν στο 100% πανομοιότυπα χαρακτηριστικά, αλλά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποτελούν τα παρόμοια προάστια για την εκάστοτε πόλη που εξετάζουμε – συγκρίνουμε.».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διαθέσιμες αγγελίες ακινήτων, η μέση κατώτατη ζητούμενη τιμή μίσθωσης στην Αθήνα διαμορφώνεται στα 8,15 €/τ.μ. και η μέση ανώτατη στα 11,4 €/τ.μ., ενώ η μέση τιμή μίσθωσης κυμαίνεται στα 9,8 €/τ.μ. για διαμέρισμα 80 τ.μ.-110 τ.μ. άνω του 1ου ορόφου, κατασκευής μετά το 2000. «Κατανοούμε ότι αν ένας ενδιαφερόμενος ενοικιαστής θελήσει να μισθώσει μια κατοικία 100 τ.μ., θα πρέπει να γνωρίζει ότι , το μέσο ζητούμενο μίσθωμα θα κυμανθεί από 815€/μήνα έως και 1.140 €/μήνα, δηλαδή ένας ολόκληρος “καλός” μισθός , χωρίς να υπολογίζουμε το κόστος των κοινοχρήστων, ηλεκτρισμού και λοιπών λογαριασμών», αναφέρει η έρευνα.
Στον αντίποδα, στη Θεσσαλονίκη για παρόμοια κατοικία, η μέση κατώτατη ζητούμενη τιμή μίσθωσης διαμορφώνεται στα 5,4 €/τ.μ. και η μέση ανώτατη στα 6,4 €/τ.μ., ενώ η μέση τιμή μίσθωσης κυμαίνεται στα 5,9 €/τ.μ. για παρόμοια κατοικία. Επομένως, το μέσο ζητούμενο μίσθωμα για κατοικία 100 τ.μ. θα κυμανθεί από 540 €/μήνα έως και 640 €/μήνα.
Στην Αχαϊκή πρωτεύουσα, την Πάτρα, τα δεδομένα είναι πολύ καλύτερα σε σύγκριση με τους εν δυνάμει ενοικιαστές της Αττικής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ζητούμενες τιμές δεν έχουν καταγράψει αυξητικές τάσεις σε σχέση με το 2017-2018. Για κατοικία 80 τ.μ.-110 τ.μ., άνω του 1ου ορόφου, κατασκευής μετά το 2000, η μέση κατώτατη ζητούμενη τιμή μίσθωσης διαμορφώνεται στα 4,83€/τ.μ. και η μέση ανώτατη στα 5,92€/τ.μ., ενώ η μέση τιμή μίσθωσης κυμαίνεται στα 5,37€/τ.μ. Το μέσο κόστος μίσθωσης στην Αχαϊκή πρωτεύουσα για τον εν δυνάμει ενοικιαστή θα κυμανθεί από 483€/μήνα έως και 592€/μήνα.
Σύμφωνα με τον συγκριτικό πίνακα για τις μέσες ζητούμενες τιμές μίσθωσης (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα), προκύπτει ότι ο εν δυνάμει ενοικιαστής στην Αθήνα, θα πρέπει να καταβάλει για το ακίνητο παρόμοιων χαρακτηριστικών 66,10% υψηλότερο ενοίκιο σε σχέση με τον υποψήφιο ενοικιαστή στη Θεσσαλονίκη και +82,50% σε σχέση με τον υποψήφιο ενοικιαστή στη Πάτρα.
«Αν συγκρίνουμε περιοχές της Αθήνας, της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι έχουν «πανομοιότυπα» χαρακτηριστικά – δλδ αποτελούν παρόμοια προάστια στην εκάστοτε πόλη, όπως το Περιστέρι στην Αθήνα, την Σταυρούπολη στη Θεσσαλονίκη και τα Ζαρουχλέικα στη Πάτρα, κατανοούμε ότι ο εν δυνάμει ενοικιαστής θα πρέπει να καταβάλει στο Περιστέρι προσαυξημένο μίσθωμα κατά 52,08% σε σχέση με τον ενδιαφερόμενο που αναζητά κατοικία στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης και προσαυξημένο κατά 62,22% με τον ενδιαφερόμενο που αναζητά κατοικία στα Ζαρουχλέικα Πατρών», σημειώνει το στέλεχος της αγοράς.
Σύμφωνα με τον κ. Μπάκα:
«Αν υποθέσουμε ότι η Νέα Σμύρνη στη Αττική, μπορεί να συγκριθεί με την περιοχή της Αγυιάς στη Πάτρα, το κόστος μίσθωσης για ένα διαμέρισμα 100τμ, άνω του 1ου ορόφου κατασκευής μετά το 2000 στην Αγυιά Πατρών έχει μέσο ζητούμενο μίσθωμα 620€/μήνα, ενώ στην Νέα Σμύρνη αγγίζει τα 945€/μήνα, δηλαδή μια διαφορά της τάξεως του +52,41%.
Παράλληλα, αν υποθέσουμε ότι τα προάστια, Γλυφάδα και Βούλα της Αττικής, είναι τα αντίστοιχα προάστια Πυλαία και Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, το μέσο ζητούμενο μίσθωμα για κατοικία 100τμ στην εκάστοτε περιοχή είναι 1.300€/μήνα, 1.150€/μήνα, 730€/μήνα και 725€/μήνα αντίστοιχα. Κατανοούμε ότι το ζητούμενο κόστος μίσθωσης για τις άνωθεν περιοχές της Αττικής είναι προσαυξημένο από +58,6% έως +78% σε σχέση με τα “παρόμοια” προάστια της Θεσσαλονίκης.
Εύλογα κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, άλλη η οικονομία της Αττικής και των άνωθεν περιοχών και άλλη η οικονομία της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας. Αλλά, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι τα ζητούμενα μισθώματα στην Αττική, σχεδόν στο σύνολο των περιοχών, έχουν καταγράψει δυσανάλογες αυξήσεις σε σχέση με τα εισοδήματα των πολιτών που ζουν και εργάζονται στο Λεκανοπέδιο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, από το 2007 έως το πρώτο τρίμηνο του 2015 το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά 27,5%, ενώ σύμφωνα με το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο μέσος μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα έχει υποχωρήσει κατά 24,4% τη δεκαετία 2009-2019, από τα 1.281 ευρώ στα 968,5 €.
Μη ξεχνάμε ότι επισήμανση για τη ραγδαία αύξηση των ενοικίων στη χώρα μας έκανε το ΔΝΤ το καλοκαίρι του 2021 και παράλληλα η Eurostat για το έτος 2019, κατατάσσει πρωταθλήτρια την Ελλάδα - 1η με διαφορά ανάμεσε σε χώρες της Ευρώπης όπου οι ενοικιαστές δαπανούν άνω του 50% του εισοδήματος τους για το κόστος στέγασης ( ενοίκιο, λογαριασμούς κοινής ωφελείας, κοινόχρηστα)».
Σύμφωνα με τα παραπάνω, «είναι εντελώς λογικό η ραγδαία αύξηση των ενοικίων να αποτελεί το μείζον θέμα συζήτησης και προβληματισμού στο σύνολο των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα όσων σκέφτονται είτε να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους δημιουργώντας οικογένεια και έχουν ξεκινήσει το «σαφάρι» αναζήτησης κατοικίας, είτε για όσους έχει λήξει ή/λήγει το μισθωτήριο συμβόλαιο και αναμένουν να ενημερωθούν για τις νέες απαιτήσεις του ιδιοκτήτη.
Η πρώτη κουβέντα των ενδιαφερομένων ενοικιαστών σε οποιοδήποτε μεσιτικό γραφείο του δικτύου μας στην Αττική, είναι, ‘’ξέρουμε ότι οι τιμές είναι σε υψηλά επίπεδα, τα διαθέσιμα ακίνητα είναι λιγοστά και η ζήτηση είναι μεγάλη, αλλά παρακαλώ πολύ ενημερώστε μας αν υπάρξει μια ευκαιρία’’. Εννοώντας, αν βρεθεί κάποιο ακίνητο άνω των 70-75τμ με 2 Υ/Δ σε τιμή που να μην ξεπερνά τα 550€-600€/μήνα.
Μη ξεχνάμε ότι το κόστος στέγασης δεν είναι μόνο το κόστος μίσθωσης της κατοικίας, αλλά τα κοινόχρηστα και οι λοιποί λογαριασμοί ΔΕΚΟ. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, η χώρα μας είναι αντιμέτωπη με ραγδαίες αυξήσεις στο κόστος ενέργειας. Κοστολόγια που επιβαρύνουν καθοριστικά τον είδη επιβαρυμένο οικογενειακό προϋπολογισμό», προσθέτει ο ίδιος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί διαμέρισμα 85τμ στη Νέα Σμύρνη, 3ου ορόφου, σε πολυκατοικία 10 διαμερισμάτων, όπου το κόστος των κοινοχρήστων με κοινόχρηστη θέρμανση (φυσικό αέριο) για τον μήνα Δεκέμβριο 2021 και Ιανουάριο 2022, ανήλθε στο ποσό των 200€/μήνα, χωρίς να συνυπολογίσουμε το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος και λοιπών λογαριασμών.