Ο προϋπολογισμός της ΕΕ (2021-27) ανέρχεται σε περίπου 1,2 τρισ. ευρώ. Σε αυτά μπορεί κανείς να προσθέσει τα 750 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης (όσα από αυτά εν τέλει απορροφηθούν από τα κράτη-μέλη) ώστε να έχει μία γενική εικόνα της ισορροπίας εκείνων που συνολικά συνεισφέρουν στην Ένωση και των κρατών-μελών που λαμβάνουν κονδύλια. Με δεδομένο ότι στόχος της ΕΕ είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της, είναι προφανές ότι απαιτούνται επενδύσεις προς συγκεκριμένη κατεύθυνση πέραν των παραδοσιακών (εκείνων προς κάλυψη περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της πολιτικής συνοχής και των κονδυλίων κοινής αγροτικής πολιτικής). Αν βέβαια, σήμερα, ρωτήσεις οποιονδήποτε εκπρόσωπο των χωρών που συνεισφέρουν (frugals) πόσο περισσότερο μπορεί να συνεισφέρει η χώρα του, η απάντηση είναι σαφής: Ούτε cent παραπάνω και να δούμε και πώς θα αποπληρώσουμε τα δανεικά του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τετραγωνίζεται ο κύκλος;
Αν και ακόμη είναι νωρίς για βεβαιότητες, η απάντηση είναι υπό προϋποθέσεις καταφατική (άλλωστε στο τέλος θα συμφωνηθεί ένας νέος προϋπολογισμός). Όχι, όμως, και ευχάριστη για όλους. Και αναπόφευκτα, έχει δύο άξονες στους οποίους οφείλουμε να εστιάσουμε.
Πρώτον: Αν πρέπει να πεισθούν οι frugals να δώσουν περισσότερα κονδύλια, πρέπει να είναι ξεκάθαρο για εκείνους το όφελος που θα έχουν.
Δεύτερον: Θα πρέπει να δοθεί σαφής απάντηση προς τους χρηματοδότες της ΕΕ πώς θα αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα τα κονδύλια που ήδη επενδύονται.
Ας επικεντρωθούμε για την ώρα στο δεύτερο άξονα. Στόχος της Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν είναι να συνοψίσει τα 530 προγράμματα που λειτουργούν σήμερα (398 εκ των οποίων αφορούν στην πολιτική συνοχής) σε 27 εθνικά προγράμματα. Με κεντρική παρακολούθηση και διασύνδεση των χρηματοδοτήσεων με συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Επιτροπή θα εφαρμόσει το «μοντέλο» του Ταμείου Ανάκαμψης προκειμένου να μεγιστοποιήσει το όφελος σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας.
Λογικό και αναμενόμενο θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί. Όχι, όμως, αν ρωτήσεις τους Ισπανούς ή τους Πολωνούς. Μία «κεντρικοποίηση» της διαχείρισης στις Βρυξέλλες, θα έρθει σε σύγκρουση όχι μόνο με μικρές Περιφέρειες του Νότου (αυτές είναι διαχειρίσιμες και οι περισσότερες δεν έχουν καν την τεχνική δυνατότητα να υποστηρίξουν την αξιοποίηση των κονδυλίων) αλλά κυρίως με αυτές που διαθέτουν τοπικές κυβερνήσεις που βάσει των εθνικών Συνταγμάτων έχουν βασικό λόγο στη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Το νέο μοντέλο
Εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι απαιτείται να αποκατασταθεί μία νέα ισορροπία. Κατ’ αρχάς, μεταξύ ομοσπονδιακών και περιφερειακών κυβερνήσεων. Και στη συνέχεια μεταξύ ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και του κοινωνικού πυλώνα της πολιτικής συνοχής. Και με δεδομένο ότι με τα χρήματα της ΕΕ ασκούν εσωτερική πολιτική και οι χρηματοδότες και οι χρηματοδοτούμενοι, αυτή η ισορροπία αμφιβάλλουμε αν θα έχει μόνο κριτήριο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Κάποια νέα δεδομένα, ωστόσο, δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η Επιτροπή θα έχει ουσιαστικότερο κεντρικό ρόλο στο τι χρηματοδοτείται και τι όχι. Άρα, οι Περιφέρειες καλούνται να εντάξουν τις προτεραιότητές τους στα εθνικά πλάνα των κρατών-μελών. Και ταυτόχρονα να ενισχύσουν το πρόσημο της ανταγωνιστικότητας και της ωριμότητας των έργων που ζητούν. Κι αυτό γιατί, έργα που δεν είναι αρκούντως ώριμα, θα κινδυνεύουν να χάσουν τη χρηματοδότησή του μέσα από την αυξημένη ευελιξία των προγραμμάτων σε ό,τι αφορά τη διανομή των κονδυλίων.
Αν αναλογιστούμε, μάλιστα, ότι πολλά από τα έκτακτα έξοδα των κρατών-μελών (π.χ. για φυσικές καταστροφές) περνούν μέσα από τα κονδύλια συνοχής, τότε σε έναν προϋπολογισμό με περίπου ίδια τα κονδύλια και αυξημένες τις απαιτήσεις, οτιδήποτε μη ώριμο, δε θα έχει μεγάλη τύχη.
Και εύλογα έρχεται το ερώτημα; Ποιο είναι το συμφέρον της Ελλάδας;
Είναι αλήθεια ότι στη μεταμνημονιακή εποχή, η χώρα έχει ένα αξιοπρεπές track record σε μεταρρυθμίσεις. Ειδικά σε αυτές... που δεν θίγουν συμφέρονται κλειστών κοινωνικών ομάδων. Αν αυτό μεταφραστεί σε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των Περιφερειών, θεωρητικώς είναι βολικότερο για εμάς. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι το αντίστοιχο track record μας στην ουσιαστική αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων δεν είναι το βέλτιστο δυνατό (αυτό δεν είναι καθόλου αυθαίρετο και προκύπτει από συγκεκριμένους δείκτες) τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθούν κονδύλια που σε άλλες εποχές οι Περιφέρειες θα τα θεωρούσαν «σίγουρα».
Προφανώς και θα επανέλθουμε στο ζήτημα. Αν και στο τέλος εικάζουμε με μία σχετική ασφάλεια ότι η χώρα -ως ενός σημείου εύλογα- θα στηρίξει τις προτάσεις Φον Ντερ Λάιεν και οι Περιφερειακές Κυβερνήσεις θα κάνουν τη δουλειά (εξισορρόπηση) και για τις δικές μας Περιφέρειες. Εν τέλει, το ζητούμενο είναι να χρηματοδοτηθούν σοβαρές επενδύσεις και όχι ειδικά επιδόματα και αχρείαστες τοπικές πρωτοβουλίες με πολιτικό πρόσημο. Η ιστορία, βέβαια, έχει αποδείξει ότι στο εγχείρημα αυτό... δεν είμαστε και πρωταγωνιστές.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.