Το δεύτερο δυσκολότερο χαρτοφυλάκιο -μετά του προϋπολογισμού- στην παρούσα περίοδο στις Βρυξέλλες είναι αυτό των εμπορικών σχέσεων με τρίτες χώρες. Και χωρίς να υποβαθμίζουμε καμία από αυτές, οι κρίσιμες είναι δύο: οι ΗΠΑ και η Κίνα. Για την ακρίβεια ο μεταξύ τους πόλεμος αναγκάζει την ΕΕ να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον παραδοσιακότερο σύμμαχό της, τις Ηνωμένες Πολιτείες και ένα τεράστιο κομμουνιστικό καθεστώς το οποίο έχει ένα βασικό ιδεοληπτικό χαρακτηριστικό: Παράγει όχι για την ευρωστία του λαού αλλά για να πουλά φθηνά προϊόντα σε τρίτους. Στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ το κεφάλαιο είναι για το κράτος και όχι για τους πολίτες του. Άρα τα προϊόντα πρέπει να προωθούνται κυρίως στις υπόλοιπες αγορές. Ενίοτε κι αν… ετεροβαφτίζονται αν σκεφθεί κανείς πόσες βιομηχανίες σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν περάσει στα χέρια των Κινέζων.
Αυτή η εξίσωση δεν έχει προφανή εμπορική λύση. Έχει κυρίως πολιτική. Και σε αυτή πρωταγωνιστούν η Κίνα και οι ΗΠΑ. «Σε περίπτωση νίκης του Τραμπ και εφόσον ακολουθηθεί η πολιτική που σήμερα προαναγγέλλει, το πρόβλημα γίνεται χειρότερο. Ακόμα και με τη φιλικότερη Κάμαλα Χάρις, τα πράγματα για την ΕΕ παραμένουν δύσκολα» μας τόνιζε πηγή των Βρυξελλών με άριστη γνώση των ισορροπιών.
Αυτό που ξενίζει πολλούς στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι η φιλοκινεζική στάση που επιδεικνύει η Γερμανία. Οι πρόσφατοι φόροι που επιβλήθηκαν για την εισαγωγή κινεζικών προϊόντων βρήκαν τη Γερμανία στο club των χωρών που μειοψήφησαν. Ορισμένοι μίλησαν για προσπάθεια της Γερμανίας να αφήσει την αγορά της ανοικτή στην Κίνα προσδοκώντας ότι θα έχει καλύτερη τύχη σε ό,τι αφορά το χρονικό διάστημα που θα χρειαστούν οι γερμανικές βιομηχανίες να καλύψουν το χαμένο έδαφος στην παραγωγή κρίσιμων (πράσινων κυρίως αλλά όχι μόνο) βιομηχανικών προϊόντων. Εκεί που οι Κινέζοι κυριαρχούν.
Οι περισσότεροι πάντως -και κυρίως οι Γάλλοι που έχουν ευρύτερη αντίληψη της πραγματικότητας- βρήκαν την προσέγγιση από ατυχή έως αφελή. Ατυχή γιατί βραχυπρόθεσμα οι Γερμανοί επιχειρούν σπασμωδικά «να σώσουν ο,τιδήποτε κι σώζεται». Και αφελή γιατί μεσοπρόθεσμα αυτό θα αποδειχθεί μπούμερανγκ. Πρώτον γιατί θα πληρώσουν το ίδιο τίμημα με αυτό που σήμερα πληρώνουν για την πάλαι ποτέ φθηνή ενέργεια της δεκαετίας του 2000 από τη Ρωσία του Πούτιν. Και δεύτερον γιατί από μόνη της η Γερμανία, ακόμα κι αν εκμεταλλευτεί το σύνολο του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος, δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει μία εξίσου αποτελεσματική αναπτυξιακή στρατηγική όπως αυτή 25 χρόνια πριν. Ακόμα κι αν εκβιάσει την ίδια την ενιαία αγορά με κρατικές ενισχύσεις που από μόνες τους ξεπερνούν το σύνολο του επταετούς κοινοτικού προϋπολογισμού.
Και η Ελλάδα πού βρίσκεται;
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, η Ελλάδα πρακτικά θα επηρεαστεί λιγότερο -για τους… λάθος λόγους- από τη διαμάχη αυτή σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Για την ακρίβεια εφόσον οι επιλογές της Ευρώπης είναι να υποστηριχθεί αποτελεσματικά -στο σύνολό της- η ευρωπαϊκή βιομηχανία ίσως αυτό αποτελέσει ευκαιρία προκειμένου να δημιουργήσει η χώρα έναν (μικρό αλλά καλοδεχούμενο) συμπληρωματικό πυλώνα παραγωγής πέραν της ναυτιλίας και του τουρισμού. Γιατί η ναυτιλία θα συνεχίσει να μεταφέρει αγαθά παγκοσμίως από όπου κι αν προέρχονται (είτε είναι γερμανικά αυτοκίνητα ή Κινέζικα) και ο ελληνικός τουρισμός θα συνεχίσει να φιλοξενεί ξένους επισκέπτες (είτε είναι Γερμανοί ή Αμερικανοί και Ινδοί).
Καταλήγοντας, αυτό που σήμερα αναδεικνύεται στις Βρυξέλλες είναι ένα -παρωδικό ελπίζουμε- vertigo της ίδιας της Γερμανίας ως προς τη στρατηγική που καλείται να ακολουθήσει. Αν σε αυτό προστεθούν τα τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα της Γαλλίας, η εξίσωση γίνεται ακόμη δυσκολότερη. Οι αποφάσεις για την επίλυσή της ωστόσο επείγουν. Σε αντίθετη περίπτωση, θα ισχύσει το αυτονόητο: η φύση απεχθάνεται τα κενά. Και φροντίζει να καλυφθούν ανεξάρτητα από το κόστος που επιφέρουν.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.