Πρόσφατα είχαμε μία πολύ χρήσιμη συνομιλία με τη Μαρία Δεμερτζή (Leader ESF στο Conference Board και καθ. Οικονομικής Πολιτικής στο European University Institute της Φλωρεντίας), στο πλαίσιο του μηνιαίου podcast μας. Βασικό θέμα αποτέλεσε η ορκωμοσία και οι πρώτες αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Άλλωστε ακριβώς η ίδια θεματολογία μάς είχε απασχολήσει την επομένη της επικράτησής του στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Από τη συνομιλία αυτή, κρίνουμε σκόπιμο να κρατήσουμε τρία δεδομένα:
-Αν πράγματι οι δασμοί που θα επιβάλει ο Τραμπ στην Ευρώπη είναι της τάξης του 10%, δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Το κόστος -το οποίο προφανώς θα ήταν καλύτερο να αποφευχθεί- μακροοικονομικά τουλάχιστον δεν είναι υπερβολικό. Βέβαια, υπάρχουν τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία που πλήττονται περισσότερο αλλά μακροοικονομικά το κόστος είναι ελεγχόμενο.
-Η Ευρώπη έχει και τα όπλα και τη διάθεση να αμυνθεί στην πολιτική των δασμών των ΗΠΑ, όπως έπραξε και στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του Τραμπ, όταν π.χ. επεβλήθη ο φόρος στο αλουμίνιο. Θα βρεθούν τομείς για να επιβληθούν αντίμετρα. Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη σχεδιάζει επί μήνες πώς θα αντιδράσει αναλόγως των διαφορετικών σεναρίων.
-Με βάση τη μελέτη του ΔΝΤ που επικαλέστηκε και ο Μάριο Ντράγκι στην Έκθεσή του, το γεγονός ότι δεν έχουμε ολοκληρώσει την ενιαία αγορά στην ΕΕ αντιστοιχεί σε δασμούς ύψους 48%
Από την πλευρά μας, ας επιχειρήσουμε να το καταγράψουμε ακόμα πιο ξεκάθαρα. Αν οι 27 -με πρωτεργάτες εύλογα τη Γαλλία και στη Γερμανία- φροντίσουν να προχωρήσουν άμεσα στην πλήρη εμβάθυνση της κοινής αγοράς, τα οφέλη θα είναι πολλαπλάσια από τους πιθανούς κινδύνους των αναμενόμενων δασμών των ΗΠΑ. Αν μάλιστα η ενιαία αγορά αφορούσε και στις υπηρεσίες, τα συγκριτικά οφέλη θα ανέρχονταν σε 110%, υπερδεκαπλάσια σε σχέση με τους δασμούς.
Ωστόσο, αντί της ολοκλήρωσης ενιαίας αγοράς -η οποία βέβαια αν λειτουργούσε ορθά θα περιόριζε δραστικά έως και θα μηδένιζε τις κρατικές ενισχύσεις- οι 27 (ή για την ακρίβεια όσοι εξ αυτών ανήκουν στη ζώνη του ευρώ) αδυνατούν επί χρόνια να ολοκληρώσουν την τραπεζική ενοποίηση ή την αντίστοιχη των κεφαλαιαγορών.
Αβίαστα, συνεπώς, προκύπτει το ερώτημα: πόσο ακόμα μπορούν να καθυστερούν κρίσιμες αποφάσεις, Η εμπειρία δείχνει ότι οι σημαντικές αλλαγές εντός ΕΕ προχωρούν όταν οι κρίσεις κορυφώνονται. Πιθανότατα, το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Με μία βασική διαφορά κατά την άποψή μας. Σε μία οριζόντια κρίση όπως η πανδημία, κάθε κράτος-μέλος πλήττεται περίπου το ίδιο και στο ίδιο χρονικό διάστημα. Η ανάγκη όμως για κοινή άμυνα ή για αντιμετώπιση του κόστους των δασμών ανάμεσα στα κράτη-μέλη είναι ετεροβαρής. Κατά συνέπεια, η κορύφωση της κρίσης δεν είναι κοινή ούτε σε ένταση ούτε σε χρονική διάρκεια για όλους. Αυτό προκρίνει διαφορετικές προτεραιότητες για διαφορετικές χώρες και ενισχύει τη θεωρία που θέλει κύκλους μελών της ΕΕ να προχωρούν στο είδος της εμβάθυνσης που τους ενδιαφέρει. Ωστόσο, χωρίς το γαλλογερμανικό άξονα σε αυτούς, οποιοσδήποτε νέος εσωτερικός κύκλος θα ενέχει αναπόφευκτα σημαντικές αδυναμίες. Και θα είναι αδύναμος εξαρχής.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.