«Εισερχόμαστε σε ένα νέο μακροοικονομικό περιβάλλον όπου οι δυνάμεις που είχαν δημιουργήσει συνεχή επέκταση της παγκόσμιας προσφοράς και επέτρεψαν στην παγκόσμια ζήτηση να λειτουργήσει ως αμορτισέρ, αλλάζουν».
Με αυτή την… διακριτική διατύπωση, η κα Λαγκάρντ την περασμένη Παρασκευή, σε δημόσια τοποθέτησή της, προετοίμασε το έδαφος για να επιβεβαιώσει πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων και ταυτόχρονα θα ξεκινήσει την απόσυρση της ρευστότητας (QT) που είχε διαθέσει σε κυβερνήσεις και τράπεζες.
Και η οποία αφορά σε περισσότερα από 8 τρισ. ευρώ, τα οποία έχουν μοχλευθεί μέσω της αγοράς, δεκάδες φορές τροφοδοτώντας μία δεξαμενή χρέους που ξεπερνά τα 60 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις.
Αυτού του χρέους «τραβάει τώρα το χαλί κάτω από τα πόδια», η ΕΚΤ με την αναστροφή της νομισματικής της πολιτικής.
Μία μικρή συνέπεια ενδεικτικά μπορούμε να δούμε, εδώ στα δικά μας, πολύ πριν αρχίσουν να ξεδιπλώνονται οι πραγματικές διαστάσεις των συνεπειών.
Αναφερόμαστε στο παράδοξο φαινόμενο στις οφειλές προς το ΕΦΚΑ. Εκεί διαβάσαμε το παράδοξο, πως ενώ οι οφειλέτες μειώνουν τις οφειλές τους όσο αφορά το κεφάλαιο, οι συνολικές οφειλές προς το ΕΦΚΑ εντούτοις αυξάνονται αντί να μειώνονται (!).
Αυτό συμβαίνει γιατί στο μεταξύ η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκιά της ήδη κατά 2%. Αλλά το επιτόκιο υπολογισμού του τοκισμού των οφειλών έχει ως βάση του το επιτόκιο της ΕΚΤ. Είναι η βάση πάνω στην οποία τοκίζονται οι οφειλές και όσο αυξάνονται τα επιτόκια αυτόματα θα αυξάνονται οι οφειλές όσο και αν οι οφειλέτες ρυθμίζουν και αποπληρώνουν με συνέπεια τις οφειλές τους…
Αυτή είναι μόνο μία μικρή, αμυδρή θα έλεγε κανείς ένδειξη, από τις δραματικές αλλαγές που προοιωνίζουν οι προειδοποιήσεις της κας Λαγκάρντ στο σύνολο των οικονομιών, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Η απόφαση της ΕΚΤ είναι σαφής, μπορεί η αύξηση του κόστους δανεισμού και η συρρίκνωση της ρευστότητας να οδηγεί στην ύφεση, αλλά η ζημιά από τον πληθωρισμό και κυρίως από την ενίσχυση των πληθωριστικών προσδοκιών θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Κατά συνέπεια μπορεί η ύφεση να οδηγεί τις οικονομίες σε προβλεπόμενη… αυτοκτονία, όμως ο πληθωρισμός είναι αυτός που τους ενδιαφέρει γιατί οι συνέπειες από αυτόν θα είναι ακόμα χειρότερες.
Και δεν άφησε κανένα περιθώριο για παρεξηγήσεις η κα Λαγκάρντ.
Όπως είπε «αν και τα πρόσφατα στοιχεία για την αύξηση του ΑΕΠ εξέπληξαν προς τα πάνω, ο κίνδυνος ύφεσης έχει αυξηθεί.
Ταυτόχρονα, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι μια ύφεση είναι απίθανο να μειώσει σημαντικά τον πληθωρισμό, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Σε αυτό το πλαίσιο η επίδειξη δέσμευσης στην εντολή μας είναι ζωτικής σημασίας για να διασφαλίσουμε ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμένουν σταθεροποιημένες και ότι δεν θα επικρατήσουν δευτερογενείς επιδράσεις…», εννοούσε βέβαια τη σπείρα μισθών - τιμών και την σπείρα τιμών – τιμών.
Γιατί όμως η κα Λαγκάρντ και η ΕΚΤ προτιμούν την «αυτοκτονία» της οικονομικής δραστηριότητας, αντί του πληθωρισμού; Η απάντηση έχει δοθεί αρκετές φορές μέχρι σήμερα έμπρακτα από την οικονομική ιστορία.
Η «σταθερότητα», πολιτική και οικονομική, προϋποθέτει την διαφύλαξη της αξιοπιστίας του βασικού εργαλείου λειτουργίας της οικονομίας, του χρήματος, είτε ως μέσου ανταλλαγής, είτε ως μέσου επένδυσης, είτε ως μέσου αποθησαύρισης πλούτου.
Η παρατεταμένη πληθωριστική πίεση και ακόμα χειρότερα η αύξηση των πληθωριστικών προσδοκιών διαβρώνει αυτή την εμπιστοσύνη στο «χρήμα» που διακρατείται, είτε ως κεφάλαιο, είτε ως νόμισμα πληρωμής.
Η διάβρωση της εμπιστοσύνης στο νόμισμα από τον πληθωρισμό μέσω της απώλειας της αγοραστικής αξίας του, ισοδυναμεί με απαξίωση και απώλεια αξιοπιστίας του ρόλου των κεντρικών τραπεζών που το εκδίδουν και διαφυλάσσουν την αξία του, σαν θεσμών «εμπιστοσύνης» στο σύστημα.
Οι κεντρικές τράπεζες είναι διατεθειμένες να θυσιάσουν την οικονομία για να σώσουν αυτή την «εμπιστοσύνη».
Γι’ αυτό η κα Λαγκάρντ (που όπως λέει η παροιμία …κουκιά τρώει κουκιά μαρτυράει), λέει την αλήθεια, όταν δηλώνει χωρίς να διστάζει, ότι «μια ύφεση είναι απίθανο να μειώσει σημαντικά τον πληθωρισμό τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα», αλλά παρ’ όλα αυτά η ΕΚΤ, όπως και η Fed, θα προχωρήσουν σ’ αυτή, για να καταφέρουν να χαλιναγωγήσουν έστω και μετά από 2 – 3 χρόνια το τέρας που ξέφυγε από το κλουβί του, ήδη από το φθινόπωρο του 2019. Στο μεταξύ οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διαχειρισθούν τις οικονομικές και πολιτικές - κυρίως – συνέπειες αυτής της επιλογής.
Γιάννης Αγγέλης
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΟΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.