Η απάντηση στο μεγάλο ερώτημα των ημερών, για το αν δηλαδή η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε νέες αυξήσεις επιτοκίων – αφού οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν υψηλές - είναι πολύ πιθανό να μην έρθει απευθείας από τη... Φρανκφούρτη. Αλλά από τις αγορές.
Το «πως» είναι μάλλον εύκολο να το δει κανείς.
Η ΕΚΤ έχει διακόψει εδώ και ένα χρόνο την επέκταση των προγραμμάτων αγοράς κρατικού χρέους μέσω του PEPP και του APP.
Δεν έχει όμως ακόμα διακόψει την «επανεπένδυση» των κεφαλαίων που της επιστρέφουν με την λήξη των ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της.
Μέχρι σήμερα η «τακτική» της ήταν να συντηρεί υπό έλεγχο με δικές της επαναγορές τις πιέσεις που δέχονται από τις αγορές κάποιες ομάδες κρατικού χρέους. Και όπως δείχνουν οι επαναγορές που κάνει μέχρι σήμερα, κυρίως στηρίζει με επανεπένδυση των κεφαλαίων το χρέος της Ιταλίας, της Ισπανίας και πολύ λιγότερο έως καθόλου το χρέος άλλων χωρών όπως η Ελλάδα (!) για παράδειγμα.
Οι δυνατότητες που έχει η ΕΚΤ είναι δύο. Είτε να αποφασίσει – όπως έχει ήδη συζητηθεί σαν ενδεχόμενο – να επισπεύσει την οριστική ακύρωση των επανεπενδύσεων, είτε να συνεχίσει να προσανατολίζει τις παρεμβάσεις της στην κατεύθυνση της αποφυγής του «κατακερματισμού» της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων, με επιλεκτικές επαναγορές.
Και στις δύο περιπτώσεις η αντίδραση των αγορών προφανώς θα είναι – το έχουν αποδείξει άλλωστε – να γεμίσουν τα κενά που θα αφήσει η ΕΚΤ. Με άλλα λόγια να αυξήσουν τα επιτόκια όπου δεν συναντούν αντίσταση από την ΕΚΤ, με την «ζήτηση» να προσδιορίζει τον εξαναγκασμό των εκδοτών σε υψηλότερες αποδόσεις. Και εδώ οι «αδύναμοι» απέναντι στην αγορά είναι εκείνοι που πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν πολύ μεγάλα ποσά χρέους, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Το πρόβλημα βέβαια στην δεύτερη εκδοχή, ήτοι στην επιλεκτική εμφανή παρέμβαση στήριξης κάποιων εκδοτών, είναι ότι έτσι θα «μαρκάρει» την «αχίλλειο πτέρνα» της αγοράς και θα αυξήσει έμμεσα τις πιέσεις στην ικανότητα της χώρας τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό κυρίως τομέα, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα χρέους της.
Η περίπτωση της Ελλάδας μετά το 2010 είναι ενδεικτική για το που μπορεί να φτάσει αυτή η κατεύθυνση εξελίξεων… Και αν για την Ελλάδα και το μέγεθός της, μπορούσε μια τέτοια κατάσταση να «αποστειρωθεί» με τον γνωστό τρόπο, αυτό δεν μπορεί να γίνει για οικονομίες του μεγέθους της Ιταλίας για παράδειγμα.
Αυτό είναι και το δίλημμα για μια τέτοια επιλογή από πλευράς ΕΚΤ, όσο αφορά δηλαδή το αν θα υποχρεωθεί η ίδια να αυξήσει τα επιτόκια ή θα δώσει χώρο στις αγορές να «αξιολογήσουν» το τι «τόκο» θα πρέπει να πληρώνει η κάθε χώρα μέλος της Ευρωζώνης για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της.
Βέβαια αυτό το δίλημμα είναι προφανές ότι αφήνει περιθώρια για «πολιτικούς» χειρισμούς από πλευράς ΕΚΤ απέναντι στις χώρες που βρίσκονται σ’ αυτή την δύσκολη θέση.
Και εδώ το «μέγεθος» όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη οικονομική ιστορία της Ευρωζώνης παίζει σημαντικό ρόλο…
Σε κάθε περίπτωση όμως είτε με δική της απόφαση, είτε μέσω των αγορών, η ΕΚΤ αντιμετωπίζει μία ήδη «κατακερματισμένη», όσο αφορά τις επιμέρους αντοχές των χωρών μελών, κατάσταση στην Ευρωζώνη.
Η οικονομική επιβράδυνση στην Ευρωζώνη έχει φτάσει οριακά στην ύφεση το Β τρίμηνο και οι προβλέψεις για το Γ τρίμηνο του 2023 δεν είναι καθόλου μα καθόλου αισιόδοξες.
Αυτή η κατάσταση θέτει στην ΕΚΤ ένα νέο δίλημμα που ενσωματώνει και ξεπερνά αυτό της ευθύνης απέναντι στον «κατακερματισμό» του χρέους. Θέτει και πάλι το θέμα του Ευρώ.
Η στήριξή του «απαιτεί» αύξηση των επιτοκίων για να μη καταρρεύσει η ισοτιμία του έναντι του δολαρίου.
Αλλά κάτι τέτοιο είτε με άμεση αύξηση επιτοκίων είτε μέσω των αγορών θα επιταχύνει την «διολίσθηση» της οικονομίας που ήδη παραπαίει στα όρια της οριζόντιας ύφεσης.
Σε μια τέτοια διελκυστίνδα, ένα τέτοιο δύσκολο περιβάλλον, το αν θα αποφασίσει η ΕΚΤ ή οι αγορές για το «επόμενο βήμα», θα είναι καθοριστικής σημασίας και για τις οικονομίες και για το Ευρώ.
Γ. Αγγέλης
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΟΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.