Προχθές ένας φίλος μου έκανε μία ερώτηση ζητώντας τη γνώμη μου για να δει τι θα κάνει. Μου είπε πως του τηλεφώνησαν από την τράπεζα που διατηρεί κάποιες καταθέσεις για να του προτείνουν – για δεύτερη φορά μέσα σε τρεις μήνες – να μεταφέρει την κατάθεσή του σε προθεσμιακό λογαριασμό διάρκειας 18 μηνών τουλάχιστον, με αντάλλαγμα ένα επιτόκιο σαφώς πάνω από τον πληθωρισμό.
Η κατάθεση -που ο φίλος είχε την ειλικρίνεια να μου εμπιστευτεί το μέγεθός της- δεν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά ούτε και μικρή. Ήταν από αυτές που λέμε «αν μου παρουσιαστεί καμιά ευκαιρία για ένα μικρό ακίνητο να μπορώ να το πάρω για να τα εξασφαλίσω…».
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή ήταν η για δεύτερη φορά μέσα σε ένα τρίμηνο αυξημένη σαφώς πάνω από τον πληθωρισμό «προσφορά» επιτοκίου, για ένα ποσό που δεν αλλάζει δα και τα διαθέσιμα κεφάλαια της τράπεζας.
Ο φίλος μου ήταν μάλλον χαρούμενος με το γεγονός και μάλιστα σκεφτόταν ότι αν περιμένει λίγο ίσως και να ανεβάσει η τράπεζα την προσφορά της, αλλά πάλι τον απασχολούσε το τι θα κάνει αν του παρουσιαστεί κάποια ευκαιρία και δεν μπορεί να κάνει χρήση των χρημάτων του.
Η απάντηση που του έδωσα ήταν η προφανής, του πρότεινα να ρωτήσει την τράπεζα ποιο θα ήταν το πέναλτι σε περίπτωση πρόωρης απόσυρσης από την προθεσμιακή και να δει αν τον συμφέρει.
Όμως το ενδιαφέρον προφανώς δεν αφορούσε τη δική μου απάντηση, αλλά το γιατί «ξαφνικά» οι εγχώριες τράπεζες κυνηγάνε καταθέσεις με επιτόκια πάνω από τον πληθωρισμό, ενώ μέχρι πρόσφατα κρατούσαν τις καταθέσεις με αρνητικά πραγματικά επιτόκια και δεν έδιναν ούτε μισή μονάδα παραπάνω...
Γιατί δηλαδή ξαφνικά είναι πρόθυμες να «νοικιάσουν» κεφάλαια από τους καταθέτες, πληρώνοντας επιτόκια που «κοστίζουν» σε πραγματικούς όρους.
Τη βασική ιδέα πίσω από την απάντηση νομίζω την βρήκα στις τελευταίες δηλώσεις της κας Λαγκάρντ στο Ευρωκοινοβούλιο. Εκεί η πρόεδρος της ΕΚΤ παραδέχθηκε ότι στο Συμβούλιο έχει ήδη αρχίσει ανεπισήμως η συζήτηση για την επίσπευση της οριστικής λήξης επανεπένδυσης των πόρων του PEPP. Ήδη έχει λήξει η περίοδος καθαρών αγορών στο πλαίσιο του PEPP, αλλά η ισχύουσα απόφαση διατηρεί το δικαίωμα στην ΕΚΤ να επανεπενδύει τις λήξεις όπου χρειάζεται.
Η ΕΚΤ πάντως έχει έτσι κι αλλιώς αρχίσει να «μαζεύει» και να σβήνει από τον ισολογισμό της το «χρήμα» που έχει διαχύσει στην Ευρωοικονομία μέσω του τραπεζικού συστήματος.
Μια ματιά στο ακόλουθο διάγραμμα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στους FT είναι ενδεικτικό.
Τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ, πέρα από τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων σε ένα περίπου χρόνο έχουν αρχίσει να αποσύρουν ρευστότητα από τις αγορές κατά συνέπεια και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ήδη εκατοντάδες δισ. ευρώ έχουν αρχίσει από πέρσι να φεύγουν από τις τράπεζες και να γυρίζουν στην ΕΚΤ με τη σταδιακή απόσυρση των TLTROs. Και η επιστροφή αυτή συνεχίζεται και φέτος, «αδειάζοντας» τους ισολογισμούς των τραπεζών από επιδοτούμενα κεφάλαια.
Η Fed μειώνει τη διαθέσιμη ρευστότητα με ταχύτητα 90 περίπου δισ. δολ. τον μήνα και η ΕΚΤ με 23 δισ. ευρώ τον μήνα.
Παράλληλα όμως οι Γερμανοί της Bundesbank από τον περασμένο Ιούλιο ζητάνε από την ΕΚΤ να επισπεύσει τη λήξη επανεπένδυσης και των πόρων του PEPP. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει τη σταδιακή απόσυρση – με τις λήξεις των ομολόγων – περί του 1,7 τρισ. ευρώ...
Με άλλα λόγια τα διαθέσιμα κεφάλαια γίνονται και λιγότερα και ακριβότερα. Ταυτόχρονα και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, ειδικά στην Ελλάδα, οι μέτοχοι των τραπεζών ζητάνε επιτέλους κάποια ανταμοιβή, δηλαδή μερίσματα, για το ότι παραμένουν μέτοχοί τους
Και τότε οι τράπεζες στρέφουν το βλέμμα αναγκαστικά εκεί που βρίσκεται η πανάρχαια... πηγή των κεφαλαίων, στην αποταμίευση των καταθέσεων, ξαφνιάζοντας τον φίλο μου, που αναπάντεχα έχει να διαλέξει ανάμεσα σε περισσότερες επιλογές ακόμα και μεταξύ τραπεζών και προσφορών που αρχίζουν να εμφανίζονται στο κατώφλι του.
Αυτό κάνει τον φίλο μου να έχει ευχάριστα διλήμματα, αλλά από την άλλη πλευρά, εκείνη των τραπεζών, μπαίνουν νέα «ερωτήματα». Ερωτήματα που ευτυχώς τίθενται σε ένα περιβάλλον investment grade όσον αφορά το debt risk. Αλλά παρ’ όλα αυτά είναι και «νέα» και δύσκολα ερωτήματα γιατί απαιτούν διαφορετικό management στον τραπεζικό χώρο, αφού θα πρέπει να εξασφαλίσουν κεφάλαια – και μάλιστα αυξημένα στη βάση των νέων απαιτήσεων της ΕΚΤ – σε μία διεθνή αγορά χρήματος που τα επιτόκια είναι ψηλά και τα κεφάλαια ολοένα και λιγότερα.
Ασφαλώς η εγχώρια «πηγή» καταθέσεων είναι μια... ανακούφιση, αλλά έχει κι αυτή τα όριά της.
Και ας μη ξεχνάμε ότι μέχρι στιγμής ο περιορισμένος δανεισμός του ελληνικού δημοσίου αφήνει στις τράπεζες ένα σημαντικό χώρο να κινηθούν με άνεση, αποφεύγοντας την ανταγωνιστική προσέλκυση των κεφαλαίων από τις καταθέσεις, αλλά και αυτό έχει χρονικό ορίζοντα λήξης...
Η αναβάθμιση ήρθε και θα έρθει και ακόμα μία την Παρασκευή από την Fitch, αλλά δεν ήρθε μόνη της. Υποχρεώνει πλέον τις τράπεζες να κινηθούν σε ένα διαφορετικό και όχι ιδιαίτερα εύκολο περιβάλλον, εθνικό και διεθνές…
Προς το παρόν πάντως αυτή η νέα κατάσταση βάζει ευχάριστα διλήμματα στον φίλο μου. Καλό είναι για όσο κρατήσει.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΟΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.