Τα περιβαλλοντικά κριτήρια, o πρώτος πυλώνας των κριτηρίων ESG (Εnvironmental, Social and Governance, δηλ. κριτήρια περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβέρνησης), έχουν προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον της κοινωνίας, των ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών, καθώς και της επενδυτικής κοινότητας. Συνολικά, ο όρος ESG καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων σχετικά με τη λειτουργία των οργανισμών με βάση τις αρχές της βιωσιμότητας (sustainability) και την επίδραση των οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων τους στην κοινωνία.
Όπως σημείωνε προ ημερών η ΤτΕ σε ανάλυση για τις προοπτικές της οικονομίας και των επιχειρήσεων, οι τρέχουσες πρακτικές στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια προσαρμόζονται ώστε κατά την επιλογή των επενδυτικών θέσεων να αποδίδεται αυξημένη βαρύτητα στα κριτήρια ESG, με σκοπό τόσο τη διαχείριση του κινδύνου από την κλιματική κρίση όσο και τη βελτίωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος και τη δημιουργία αξίας για την κοινωνία. Για το λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις καλούνται να προβούν στη μέτρηση, τη δημοσιοποίηση και τη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη, και να επιλέξουν την ενσωμάτωση των κριτηρίων ESG για να ενισχύσουν την αξιοπιστία τους και να προβάλουν μια θετική δημόσια εικόνα.
Ακόμη και επιχειρήσεις που η παραδοσιακή τους ενασχόληση εναντιώνεται στις αρχές της αειφορίας, όπως π.χ. η εξόρυξη καυσίμων, προσπαθούν να υιοθετήσουν επιχειρηματικά μοντέλα προσανατολισμένα στη βιωσιμότητα, προς όφελος της ίδιας της εταιρίας, των μετόχων και του πλανήτη. Επομένως, τα κριτήρια ESG αναδεικνύονται σε μία σημαντική παράμετρο που επιβραβεύει τις βιώσιμες και υπεύθυνες πρακτικές των επιχειρήσεων. Παράλληλα, η πανδημία έχει επιταχύνει τη σημασία ιδίως της κοινωνικής συνιστώσας, λόγω των επιπτώσεων της κρίσης στους εργαζόμενους και την κοινωνία των πολιτών. Οι μεγαλύτεροι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (Credit Rating Agencies − CRA) έχουν θεσπίσει πρότυπα αξιολόγησης για τα κριτήρια ESG.
Όπως σημειώνονταν στην έκθεση της ΤτΕ, ενδεικτικά, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για τον προσδιορισμό των κινδύνων που σχετίζονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση είναι οι εξής: (α) το αποτύπωμα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, (β) οι δημογραφικές και άλλες κοινωνικές τάσεις και (γ) η ποιότητα των θεσμών.
Το ενδιαφέρον για βιώσιμα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και η ανάγκη για καλύτερη παρακολούθηση των συντελεστών εταιρικής διακυβέρνησης έχει οδηγήσει στην αναθεώρηση των μεθοδολογιών για την πιστοληπτική αξιολόγηση (credit ratings) με σκοπό την ενσωμάτωση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων. Οι νομικές οντότητες (κράτη και επιχειρήσεις) που διαχειρίζονται καλύτερα τα περιβαλλοντικά θέματα χαρακτηρίζονται ως πιο ανθεκτικές σε μακροπρόθεσμους κινδύνους. Είναι σαφές ότι το αξιόχρεο μιας κυβέρνησης επηρεάζεται από την ικανότητά της να ανταπεξέλθει σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, όπως είναι οι φυσικές καταστροφές αλλά και οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι λόγω της κλιματικής αλλαγής. Επομένως, οι οργανισμοί CRA ανταμείβουν με υψηλότερες αξιολογήσεις τις οντότητες που συγκεντρώνουν υψηλότερη βαθμολογία ως προς τα κριτήρια ESG.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι δείκτες διακυβέρνησης (G) έχουν αναδειχθεί ως οι σημαντικότεροι παράγοντες για τη μέτρηση ESG στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα κριτήρια ESG. Παράλληλα, η ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών κριτηρίων στα κρατικά ομόλογα παρουσιάζει μεγαλύτερη δυσκολία από ό,τι στην περίπτωση των εταιρικών ομολόγων. Μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει τυποποίηση όσον αφορά τη μέτρηση και δημοσιοποίηση πληροφοριών που σχετίζονται με τους κλιματικούς κινδύνους. Σε αυτό το πλαίσιο, δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην ενίσχυση του συντελεστή στάθμισης των περιβαλλοντικών κριτηρίων, ώστε να καταλαμβάνουν μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου. Αυτή η προσπάθεια υπογραμμίζει τη σημασία (α) της διαμόρφωσης μιας κοινής αντίληψης του τι συνιστά καλή ή κακή απόδοση ESG, καθώς και (β) του προσδιορισμού των παραμέτρων που θα αποτυπώνουν την απόδοση ESG, ως προϋποθέσεων για τη μείωση της ασαφούς πληροφόρησης.
Εμπειρικά ευρήματα και πρόσφατες εξελίξεις
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η πρόσφατη βιβλιογραφία επικεντρώνεται στο κατά πόσον η υιοθέτηση των κριτηρίων ESG οδηγεί σε μείωση των εταιρικών κινδύνων και μπορεί να δημιουργήσει μακροπρόθεσμα αξία για τους επενδυτές και τις εταιρίες. Σύμφωνα με τα εμπειρικά ευρήματα, οι εταιρίες που λαμβάνουν υπόψη ζητήματα ESG στη στρατηγική τους παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλότερο ιδιοσυγκρατικό κίνδυνο, ιδίως μακροπρόθεσμα, απολαμβάνουν καλύτερες αποδόσεις προσαρμοσμένες ως προς τον κίνδυνο, καθώς και μειωμένο κόστος δανεισμού, ενώ είναι σε θέση τόσο να αντιληφθούν καλύτερα όσο και να αξιοποιήσουν επιχειρηματικές ευκαιρίες. Αυτό οφείλεται στη βελτίωση των σχέσεων όλων των ενδιαφερόμενων μερών και την ανάληψη μακροπρόθεσμων στόχων. Επίσης, σημαντικές παράμετροι των κριτηρίων ESG, όπως οι ισχυροί θεσμοί, φαίνεται να συμβάλλουν καθοριστικά στον προσδιορισμό του κόστους κρατικού δανεισμού.
Διάφορες επιστημονικές μελέτες έχουν εξετάσει τη σημασία της ενσωμάτωσης μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων ESG, στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Η εταιρική διακυβέρνηση –όπως αυτή προσεγγίζεται από ορισμένα χαρακτηριστικά της δομής και των διαδικασιών του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρίας– φαίνεται να επηρεάζει την πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων. Υπάρχει δηλαδή μία ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της εταιρικής, αλλά και κρατικής διακυβέρνησης, και της πιστοληπτικής ικανότητας μιας επιχείρησης ή ενός κράτους, καθώς μία καλή διακυβέρνηση μειώνει τον κίνδυνο αθέτησης (default risk), μετριάζοντας το κόστος αντιπροσώπευσης (agency cost) και μειώνοντας τις ασυμμετρίες πληροφόρησης.
Επίσης, οι οίκοι αξιολόγησης τείνουν να επιβραβεύουν τις επιχειρήσεις που έχουν υψηλότερες επιδόσεις σε όρους βιωσιμότητας και ως εκ τούτου υπάρχει μία θετική συσχέτιση μεταξύ των βαθμολογιών αξιολόγησης ESG και των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας. Όσον αφορά την επίδραση μεταξύ των διαφορετικών πυλώνων της βαθμολογίας ESG, συνολικά, τα ευρήματα συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι οι εταιρίες που δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικές με τον κίνδυνο και τις ευκαιρίες ESG και επιδεικνύουν καλή συμπεριφορά ως προς τα κριτήρια ESG έχουν χαμηλότερο κίνδυνο αθέτησης και μπορεί να επωφεληθούν από χαμηλότερο κόστος δανεισμού σε σχέση με τις εταιρίες που έχουν χαμηλότερη επίδοση αναφορικά με τα εν λόγω κριτήρια.
Οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ενσωματώνουν μετρήσεις ESG στις διαδικασίες αξιολόγησης των επενδύσεων και του κόστους δανεισμού, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτές παρέχουν σημαντική μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση.
Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που σχετίζονται με το κρατικό χρέος μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τέσσερις κατηγορίες: (α) τους φυσικούς πόρους, (β) τους φυσικούς κινδύνους, (γ) τους κινδύνους που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση και (δ) την ενεργειακή ασφάλεια. Οι οργανισμοί πιστοληπτικής αξιολόγησης παρακολουθούν τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες. Συγκεκριμένα, ταξινομούν τις επιμέρους οικονομίες ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο με βάση περιβαλλοντικά κριτήρια, όπως είναι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και η ποιότητα του αέρα (GHG emissions and air quality), η διαχείριση της ενέργειας (energy management), η διαθεσιμότητα και διαχείριση των υδατικών πόρων (water resources and management), η βιοποικιλότητα και η διαχείριση των φυσικών πόρων (biodiversity and natural resource management), οι φυσικές καταστροφές και η κλιματική αλλαγή (natural disasters and climate change), η μετάβαση από τον άνθρακα (carbon transition), τα απόβλητα και η ρύπανση (waste and pollution).
Η ελληνική οικονομία και τα περιβαλλοντικά κριτήρια
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ελληνική οικονομία αξιολογείται αρκετά δυσμενέστερα από τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες ως προς τους φυσικούς κινδύνους λόγω κλιματικής αλλαγής και ως προς τη διαχείριση των υδατικών πόρων. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν από τη σύγκριση της Ελλάδος με τις κατηγορίες πιστοληπτικής αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα αξιολογείται ως προς τα περιβαλλοντικά κριτήρια κοντά στη μέση αξιολόγηση της κατηγορίας ΒΒ, στην οποία και ανήκει επί του παρόντος. Όμως, υπολείπεται σαφώς της αξιολόγησης των ανώτερων κατηγοριών Α και ΒΒΒ, με αρκετά δυσμενέστερη αξιολόγηση ως προς την επίδραση των φυσικών κινδύνων λόγω κλιματικής αλλαγής και της διαχείρισης των υδατικών πόρων. Αυτό συνεπάγεται ότι, εφόσον αυξηθεί ο συντελεστής βαρύτητας των περιβαλλοντικών κριτηρίων στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις, όπως αναμένεται να συμβεί με την ολοκλήρωση της ποσοτικοποίησης των περιβαλλοντικών κινδύνων, η ελληνική οικονομία θα υστερεί έναντι της μέσης αξιολόγησης των υπόλοιπων χωρών που ανήκουν στην ίδια επενδυτική κατηγορία. Δηλαδή τα περιβαλλοντικά κριτήρια εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν “πιστωτική αδυναμία” για την ελληνική οικονομία, με αρνητική επίδραση στη συνολική πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας μακροπρόθεσμα.
Η πρόκληση
Συμπερασματικά, η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων και ο κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής αποτελούν μια σημαντική πρόκληση για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Πρώτον, όπως προαναφέρθηκε, δεδομένου ότι ο αντίκτυπος των περιβαλλοντικών κινδύνων ενσωματώνεται στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις στο στάδιο της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, η επίδραση των περιβαλλοντικών κριτηρίων στην πιστωτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας είναι προς το παρόν περιορισμένη (μέτρια αρνητική κατά μέσο όρο).
Δεύτερον, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν δηλώσει ότι η βαρύτητα των περιβαλλοντικών κριτηρίων θα αυξηθεί όταν προχωρήσουν στην ποσοτικοποίηση της σχέσης των περιβαλλοντικών κριτηρίων με τους πιστωτικούς κινδύνους.
Άρα είναι εμφανές πως, όταν ενσωματωθεί η επίδραση των περιβαλλοντικών κριτηρίων στο ποσοτικό μέρος των πιστοληπτικών αξιολογήσεων για την ελληνική οικονομία και στην περίπτωση που η Ελλάδα δεν έχει επιτύχει να βελτιώσει την επίδοσή της στα εν λόγω κριτήρια, θα υπάρχει ορατός κίνδυνος να επηρεαστούν αρνητικά οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων.
Συνδυάζοντας τα ανωτέρω λοιπόν θα μπορούσε να λεχθεί ότι επί του παρόντος παρέχεται στην Ελλάδα ένα “παράθυρο ευκαιρίας”. Στο πλαίσιο αυτό και με στόχο τη βελτιωμένη αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και διαχείριση του φυσικού κεφαλαίου της Ελλάδος, θα πρέπει να υλοποιηθούν πρωτοβουλίες για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της χώρας, όπως αυτές που έχουν ενσωματωθεί στο πρόγραμμα Ελλάδα 2.0, στην Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή και στα αντίστοιχα περιφερειακά σχέδια.