Η παγκόσμια ζήτηση για χαλκό, βασικό συστατικό στην κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων, υποδομών ΑΠΕ και ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης, θα ξεπεράσει την προσφορά κατά περισσότερους από έξι εκατομμύρια τόνους έως το 2030, σύμφωνα με την Rystad Energy. Ένα έλλειμμα αυτού του μεγέθους θα μπορούσε να έχει εκτεταμένες συνέπειες για την ενεργειακή μετάβαση, καθώς δεν υπάρχει επί του παρόντος υποκατάστατο του πολύτιμου αυτού μετάλλου για τις συγκεκριμένες εφαρμογές.
Η ζήτηση χαλκού προβλέπεται να αυξηθεί κατά 16% μέχρι το τέλος της δεκαετίας, φθάνοντας τους 25,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως (tpa) έως το 2030, σε σύγκριση με μια πρόβλεψη προσφοράς που δείχνει μείωση 12% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021. Οι εκτιμήσεις που βασίζονται σε τρέχοντα και αναμενόμενα έργα δείχνουν ότι η προσφορά θα φτάσει τους 19,1 εκατομμύρια τόνους ανά έτος, ποσότητα που υπολείπεται κατά πολύ εκείνης που απαιτείται για την κάλυψη της ζήτησης.
«Οι ανεπαρκείς επενδύσεις στην εξόρυξη χαλκού πιέζουν την προσφορά, καθώς η αστάθεια της αγοράς λόγω πανδημίας ενθαρρύνει τους επενδυτές να διατηρήσουν το κεφάλαιό τους. Καθώς η ενεργειακή μετάβαση συνεχίζεται και η υιοθέτηση EV αυξάνεται στις πολυπληθέστερες χώρες του κόσμου όπως η Κίνα και η Ινδία, η βιομηχανία εξόρυξης χαλκού απαιτεί σημαντικές επενδύσεις για να συμβαδίσει με τη ζήτηση», λέει ο James Ley, ειδικός στα ενεργειακά μέταλλα και αντιπρόεδρος της Rystad Energy.
Επενδύσεις χαλκού: Οι προκλήσεις και οι προοπτικές
Οι επενδύσεις στην εξόρυξη χαλκού θεωρούνται υψηλού ρίσκου, καθώς οι τρέχουσες δραστηριότητες βρίσκονται κοντά στο μέγιστο της δυναμικότητας λόγω της ποιότητας του μεταλλεύματος και της εξάντλησης των αποθεμάτων, ασκώντας ανοδική πίεση στο κόστος παραγωγής και τις εκπομπές. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι τιμές του χαλκού είναι επί του παρόντος υψηλές, θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους επενδυτές να αποδεχθούν μεγαλύτερο επίπεδο κινδύνου.
Οι αναπτυσσόμενες αγορές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ηλεκτροκίνητων οχημάτων έχουν ωθήσει τη ζήτηση χαλκού υψηλότερα, προκαλώντας εκτίναξη των τιμών, οι οποίες έχουν αυξηθεί κατά 70% κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η τρέχουσα αύξηση των κρουσμάτων COVID-19, λόγω κυρίως της εξάπλωσης της μετάλλαξης «Όμικρον», προκαλεί περαιτέρω συμφόρηση στην αλυσίδα εφοδιασμού, διατηρώντας τις τιμές σε υψηλά όλων των εποχών στις αρχές του 2022.
Οι προοπτικές για τις επενδύσεις στον χαλκό απεικονίζουν μια ζοφερή εικόνα για τη μελλοντική προσφορά, υποδεικνύοντας ότι θα μπορούσε να προκύψει σημαντικό έλλειμμα προσφοράς από το 2023 και μετά. Η αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης οφείλεται στην ανάπτυξη της αγοράς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – ηλιακών, χερσαίων και υπεράκτιων αιολικών καθώς και εκείνης των ηλεκτρικών οχημάτων, των κλάδων της κατασκευής και των ηλεκτρονικών. Με την προβλεπόμενη οικονομική ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών και τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων από την Κίνα, η προβολή της ζήτησης θα μπορούσε να καταλήξει συντηρητική και το έλλειμμα προσφοράς ακόμη πιο σοβαρό.
Ένα έλλειμμα προσφοράς θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερους χρόνους παράδοσης σε έργα σε πολλούς κλάδους, ειδικά εάν ληφθεί υπόψη ότι η ζήτηση χαλκού σε όλους τους τομείς συνδυαστικά αναμένεται να αυξηθεί κατά 32% έως το 2040, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2020. Αυτό θα επηρέαζε και την ανάπτυξη των κλάδων της ηλιακής ενέργειας, της χερσαίας και υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, της υδροηλεκτρικής ενέργειας, της βιομάζας και της πυρηνικής ενέργειας, ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο αναμένεται να μειωθεί στο πλαίσιο της πράσινης ανάπτυξης.