Η συμβολή των επιχειρήσεων στην αποτροπή της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας και κατ’ επέκταση στην επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου είναι πολύ μικρότερη από ό,τι απαιτείται και η πρόοδος που καταγράφουν στην υλοποίηση των πράσινων στρατηγικών τους είναι περιορισμένη.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση, οι δεσμεύσεις για καθαρές μηδενικές εκπομπές τις οποίες έχουν αναλάβει ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου θα μειώσουν τις εκπομπες αερίων του θερμοκηπίου κατά μόλις 36%. Αυτό το ποσοστό δεν συνάδει με τις ανακοινώσεις στις οποίες προβαίνουν σε σχεδόν καθημερινή βάση ως απάντηση στην πίεση των επενδυτών και την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των καταναλωτών για τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Πολλές επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι λαμβάνουν μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων που θα έχει η δραστηριότητά τους στο κλίμα αλλά οι κανονισμοί που διέπουν τους ισχυρισμούς βιωσιμότητας παραμένουν χαλαροί και διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα, καθιστώντας δύσκολο τον διαχωρισμό της πραγματικής προόδου από τη διαφημιστική εκστρατεία.
Οι συγγραφείς επέκριναν ιδιαίτερα την υπερβολική εξάρτηση από προγράμματα που θα αντιστάθμιζαν τις εκπομπές τους στον τομέα της δασοκομίας ή άλλων έργων χρήσης γης. Συνολικά, αυτά τα σχέδια αντιστάθμισης ξεπερνούν κατά πολύ τις τεχνικές δυνατότητες των φυσικών πόρων παγκοσμίως και βασίζονται σε μια θεμελιωδώς λανθασμένη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των φυσικών καταβόθρων άνθρακα, αναφέρουν. Στο πλαίσιο αυτό, επανέρχεται το θέμα του Greenwashing, με τους ερευνητές να προτείνουν την απαγόρευση των παραπλανητικών ισχυρισμών για το κλίμα, την καλύτερη επιβολή των υφιστάμενων κανονισμών και την καλύτερη εποπτεία για να αποτραπούν αντίστοιχα φαινόμενα.
Τα ευρήματα
Το Carbon Market Watch και το NewClimate Institute εξέτασε 24 από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες εταιρείες που έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν ουδετερότητα εκπομπών άνθρακα και έχουν τοποθετηθεί ως ηγέτες του κλίματος. Κατανεμημένες σε οκτώ βιομηχανικούς και καταναλωτικούς τομείς, οι εταιρείες που παρουσιάζονται στη δεύτερη έκδοση του Corporate Climate Responsibility Monitor ανέφεραν έσοδα άνω των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2021.
Η έρευνα διαπιστώνει ότι οι περισσότεροι από τους μελλοντικούς στόχους για καθαρές μηδενικές εκπομπές αυτών των εταιρειών και οι τρέχοντες ισχυρισμοί για το κλίμα είναι «υπερβολικοί, ψευδείς και παραπλανητικοί». Οι στρατηγικές για το κλίμα δεν έχουν βραχυπρόθεσμη φιλοδοξία, στηρίζονται αντ' αυτού σε μακροπρόθεσμους στόχους χωρίς να εξηγούν πλήρως πώς ορίζονται ή πώς θα επιτευχθούν, αναφέρει η έκθεση.
Και παρόλο που οι περισσότερες από τις εταιρείες που αναλύθηκαν έχουν αναλάβει δεσμεύσεις έναντι των στόχων του 2030, οι δεσμεύσεις τους είναι συχνά περιορισμένες σε εύρος και ανεπαρκείς για να βοηθήσουν στην επίτευξη του στόχου της Συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από την προβιομηχανική εποχή.
Συνολικά, 15 από τις 24 εταιρείες ήταν χαμηλής ή πολύ χαμηλής αρτιότητας όσον αφορά στις στρατηγικές τους για το κλίμα. Μόλις πέντε - η H&M Group, η Holcim, η Stellantis, η Maersk και η Thyssenkrupp - δεσμεύονται να περιορίσουν τις εκπομπές τους κατά τουλάχιστον περίπου 90% έως τα αντίστοιχα έτη-στόχους για καθαρές μηδενικές εκπομπές.
Δέκα από τις 24 εταιρείες αναλύθηκαν επίσης στην έκθεση του 2022, αλλά οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι, παρά ορισμένες βελτιώσεις στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους κλιματικούς στόχους, είχε σημειωθεί περιορισμένη πρόοδος στη διαφάνεια ή την ακεραιότητα των κλιματικών στρατηγικών τους κατά το προηγούμενο έτος.
Μεταξύ των εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα συγκαταλέγονται παγκόσμιες εταιρείες τεχνολογίας όπως η Apple Inc. και η Microsoft Corp. και κολοσσοί καταναλωτικών αγαθών, όπως η PepsiCo Inc. και η Nestle SA. Από τα κλιματικά σχέδια που αναλύθηκαν στην έκθεση, μόνο η ναυτιλιακή εταιρεία Maersk έλαβε «υψηλή» βαθμολογία ακεραιότητας. Από την άλλη, η Carrefour SA, η πολυεθνική εταιρεία λιανικής πώλησης τροφίμων, και η JBS Foods, μια παραγωγός κρέατος, είχαν από τις χαμηλότερες βαθμολογίες ακεραιότητας.