Για τις προοπτικές της ασφαλιστικής αγοράς και το ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης στην οικονομική ανάπτυξη και την υγεία αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας κατά την ομιλία του στο 12ο Ασφαλιστικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το πρωί της Τρίτης.
Η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να συμβάλλει σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία μέσω της αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων, επεσήμανε ο ο διοικητής της ΤτΕ και ζητά να γίνει εστίαση στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης. Ενώ, τόνισε πως η παροχή συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, λειτουργώντας συμπληρωματικά της κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να αναδείξει τα πλεονεκτήματα των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων: μέσω της αποταμίευσης και της παραγωγικής αξιοποίησής της, μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλος όγκος αποθεματικών, παρέχοντας πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, με το νέο νομικό πλαίσιο, καλύπτεται κάθε ενδεχόμενο κενό διαφάνειας κατά τη διαδικασία της πώλησης, ενισχύοντας την αξιοπιστία του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, μειώνοντας τους κινδύνους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη λειτουργία της ασφαλιστικής επιχείρησης και διασφαλίζοντας τα συμφέροντα του καταναλωτή, που είναι και το ζητούμενο.
«Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο η πολιτεία να αναγνωρίσει ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας της ασφαλιστικής βιομηχανίας δεν την τοποθετεί απέναντι στο κοινωνικό όφελος. Δεν είναι μόνο ότι παρέχει ασφαλιστικές καλύψεις που κλείνουν υφιστάμενα σχετικά κενά στην προστασία των πολιτών. Είναι επίσης ένας από τους μεγαλύτερους θεσμικούς επενδυτές της χώρας, με πάνω από 16 δισεκ. ευρώ κεφαλαίων υπό διαχείριση. Και είναι υπ’ αυτήν του την ιδιότητα που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει, ως κλάδος, δεσμευθεί να συνεισφέρει τα μέγιστα στην ευρωπαϊκή ατζέντα για την κλιματική αλλαγή, μέσω της ανακατεύθυνσης των επενδύσεών του σε βιώσιμες επενδύσεις.
Η επόμενη τομή στην ευρωπαϊκή –και συνεπώς και στην ελληνική– ασφαλιστική βιομηχανία έρχεται με την καθιέρωση των «Πανευρωπαϊκών Προσωπικών Συνταξιοδοτικών Προϊόντων», των λεγόμενων εν συντομία ΡΕΡΡ. Ως γνωστόν, τον προηγούμενο μήνα εγκρίθηκε ο Κανονισμός για τα ΡΕΡΡ, ο οποίος είναι εφαρμοστέος και στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τον Κανονισμό αυτό, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μέσω της σχεδίασης και διάθεσης τέτοιων συνταξιοδοτικών προϊόντων, έχουν πλέον τη δυνατότητα να αναλάβουν ένα νέο ρόλο εντός του συστήματος ασφάλισης της κάθε χώρας.
Πρόκειται για μια νομοθετική πρωτοβουλία που δεν αποσκοπεί μόνο στην ενίσχυση των ενιαίων δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διευκόλυνσης της κινητικότητας μέσα στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, αλλά εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο, με στόχο την αντιμετώπιση των πιέσεων που ασκούνται στα συνταξιοδοτικά συστήματα από τη γήρανση του πληθυσμού λόγω υπογεννητικότητας και αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Το δε ελληνικό συνταξιοδοτικό επιβαρύνεται έτι περαιτέρω από την ανεργία και το brain drain.
Για να χαρακτηριστεί ως ΡΕΡΡ ένα συνταξιοδοτικό προϊόν, πρέπει να έχει σχεδιαστεί ώστε να πληροί συγκεκριμένες, πανευρωπαϊκά κοινές, προδιαγραφές ποιότητας. Οι προκλήσεις, τις οποίες θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανταγωνιζόμενες όχι μόνο άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις, αλλά και άλλες επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού, επενδυτικού, ασφαλιστικού κλάδου που θα παρέχουν ΡΕΡΡ, και μάλιστα διασυνοριακά μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι σημαντικές. Χρειάζεται, λοιπόν, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις όχι φοβικά, αλλά με τόλμη και αποφασιστικότητα, και συνάμα με σύνεση και προνοητικότητα.
Πέρα, όμως, από το τι θα κάνει η ασφαλιστική αγορά, για να λειτουργήσει ο θεσμός των ΡΕΡΡ, υπάρχει μία «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση. Αυτή έχει να κάνει τόσο με την φορολογική αντιμετώπιση των εισφορών σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, όσο και των αποδόσεων από τις επενδύσεις του προγράμματος και, τέλος, των παροχών. Αν και θα ήταν ουτοπική η πλήρης φορολογική απαλλαγή και των τριών ως άνω στοιχείων, εν τούτοις θα πρέπει, για λόγους ίσης μεταχείρισης, να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι στην κοινωνική ή στην επαγγελματική ασφάλιση. Μπορεί ο κρατικός προϋπολογισμός να στερηθεί στην αρχή ορισμένα φορολογικά έσοδα σε σχέση με το αν δεν υπάρξει καμία φορολογική ελάφρυνση.
Αυτή, όμως, η υστέρηση θα είναι πρόσκαιρη, λόγω ακριβώς των δευτερογενών θετικώ επιπτώσεων που αναμένονται από τις αυξημένες ιδιωτικές αποταμιεύσεις που θα προκύψουν.»