Την αύξηση της άδειας πατρότητας από 2 σε 14 ημέρες και την δυνατότητα γονικής άδειας για την ανατροφή του παιδιού -διάρκειας 6 μηνών- και στους δύο γονείς, προβλέπει το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων που αφορά στις εργασιακές αλλαγές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η γονική άδεια ανατροφής του παιδιού αυξάνεται στους 6 μήνες και μπορούν να την πάρουν και οι δύο γονείς, ενώ σήμερα έχει διάρκεια 4 μηνών, είναι άνευ αποδοχών και μπορεί να την πάρει μόνο η μητέρα.
Σύμφωνα με την ρύθμιση, κάθε εργαζόμενος γονέας έχει δικαίωμα στην άδεια, την οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει συνεχόμενα ή τμηματικά μέχρι το παιδί να συμπληρώσει την ηλικία των 8 ετών (σήμερα είναι μέχρι 6 ετών).
Οι δύο πρώτοι μήνες θα είναι πληρωμένοι από τον ΟΑΕΔ, ενώ οι υπόλοιποι θα είναι άνευ αποδοχών. Βασική προϋπόθεση ο εργαζόμενος γονέας να έχει συμπληρώσει έναν χρόνο συνεχόμενης ή διακεκομμένης εργασίας στον ίδιο εργοδότη.
Τη νέα γονική άδεια ανατροφής του παιδιού δικαιούνται στο διπλάσιο γονείς διδύμων, τριδύμων κ.λ.π για κάθε παιδί ξεχωριστά.
Η άδεια πατρότητας
Με άλλη ρύθμιση, το νέο σχέδιο νόμου προβλέπει μεγαλύτερη άδεια πατρότητας στους νέους μπαμπάδες, που σήμερα έχουν μόλις 2 ημέρες μόλις γεννιέται το παιδί.
Υπενθυμίζεται πως στον ιδιωτικό τομέα η άδεια μητρότητας ανέρχεται σε 17 εβδομάδες, ενώ στον δημόσιο τομέα είναι 2 μήνες πριν και 3 μήνες μετά τον τοκετό.
Στο άρθρο 4 του υπό κατάθεση εργασιακού νομοσχεδίου προβλέπονται τα εξής:
Κάθε εργαζόμενος πατέρας δικαιούται άδεια πατρότητας 14 εργάσιμων ημερών, η οποία πρέπει να λαμβάνεται κατά τη γέννηση του τέκνου. Η άδεια αυτή δύναται να κατανέμεται κατά 2 ημέρες πριν από την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού και οι υπόλοιπες 12 πρέπει να λαμβάνονται, συνολικά ή τμηματικά, άμεσα λόγω της γέννησης του τέκνου, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία γέννησης.
Προκειμένου για εργαζόμενο με μερική απασχόληση, η άδεια χορηγείται αναλογικώς προς τον χρόνο εργασίας σε σχέση με τον συγκρίσιμο εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης.
Η άδεια πατρότητας χορηγείται υποχρεωτικώς από τον εργοδότη με αποδοχές και δεν εξαρτάται από προηγούμενη απασχόληση ή προϋπηρεσία, τη συζυγική ή οικογενειακή κατάσταση του εργαζομένου.