Πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ δείχνει ότι ο συνδυασμός πανδημίας και αυτοματοποίησης της παραγωγής επηρεάζει ιδιαίτερα αρνητικά τους εργαζομένους με χαμηλές δεξιότητες.
Η εμπειρία προηγούμενων πανδημιών, όπως, π.χ., της SARS του 2003, της H1N1 του 2009, της MERS του 2012 και της νόσου Ebola του 2014, δείχνει ότι η αυτοματοποίηση της παραγωγής επιταχύνεται όταν ο αντίκτυπός τους στην υγεία και στην οικονομία είναι ισχυρός.
Όταν ξεσπά μια πανδημία, οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε αναδιάρθρωση του τρόπου παραγωγής υιοθετώντας τεχνολογίες που μειώνουν το εργασιακό κόστος. Επίσης, επιλέγουν την αυτοματοποίηση για να ελαχιστοποιήσουν τους κίνδυνους για την υγεία.
Ωστόσο, η ενίσχυση της αυτοματοποίησης, και κυρίως της ρομποτοποίησης, δεν επηρεάζει όλους τους εργαζομένους με τον ίδιο τρόπο. Σε αντίθεση με τους εργαζομένους υψηλής ειδίκευσης, οι εργαζόμενοι χαμηλής ειδίκευσης είναι αρκετά πιθανό να χάσουν τη θέση εργασίας τους. Η κατάσταση αυτή αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα ενίσχυσης της εισοδηματικής ανισότητας.
Στην Ελλάδα, αν και η χρήση προηγμένων μεθόδων παραγωγής είναι περιορισμένη, παρατηρείται μια τάση ενίσχυσής τους, που αναμένεται να επηρεάσει τη μεταποίηση, το λιανικό εμπόριο και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένου και του τραπεζικού.
Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση, ώστε να καλυφθεί η ζήτηση για θέσεις νέων δεξιοτήτων στη μετά COVID-19 εποχή, όπως τονίζει σε ανάλυσή του για την επανεκκίνηση της οικονομίας το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Σε αυτό το πνεύμα κινούνται και οι προτάσεις της Έκθεσης του ΟΟΣΑ «Going for Growth» (OECD, 2021α) αναφορικά με την ανάγκη να ενισχυθεί η παραγωγικότητα στην Ελλάδα όχι μόνο μέσω των επενδύσεων, αλλά και μέσω της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων για την προώθηση της ψηφιοποίησης.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν επενδύει στη βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζόμενών της αφού στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη χρηματοδοτούμενη από τον δημόσιο τομέα εκπαίδευση και την κατάρτιση.
Η ομαλή μετάβαση σε πιο ψηφιοποιημένες μορφές εργασίας θα διασφαλιστεί μόνο εάν οι επιχειρήσεις εμπλακούν ενεργά στη διαδικασία εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Ο κίνδυνος για τα επαγγέλματα χαμηλών προσόντων
Η τεχνολογική πρόοδος αυξάνει τη ζήτηση για εργατικό δυναμικό υψηλών προσόντων. Γι αυτό υπογραμμίζεται η ανάγκη διαρκούς αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανακατάρτισης (upskilling & reskilling) και ο εμπλουτισμός και η διαρκής ανανέωση των γνώσεων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού. Η εκπαίδευση δεν πρέπει να ολοκληρώνεται με την έναρξη του εργασιακού βίου, αλλά να εξελίσσεται παράλληλα με αυτόν.
Όσο πιο προηγμένες είναι οι γνωστικές (ψηφιακές δεξιότητες, δεξιότητες STEM – Science, Technology, Engineering, Mathematics, ξένες γλώσσες, κ.α.) και οι σύνθετες δεξιότητες (δημιουργικότητα, ομαδικότητα, επίλυση προβλημάτων, κ.α.) τόσο πιο πολλές οι ευκαιρίες δυναμικής εξέλιξης, όπως τονίζεται σε έρευνα του ΣΕΒ για το «Μέλλον της Εργασίας» σε συνεργασία με την Deloitte.
Επαγγέλματα χαμηλών προσόντων, τα οποία περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενα καθήκοντα, όπως οι χειροτέχνες, οι τεχνίτες και οι χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο αυτοματισμού από ότι τα επαγγέλματα για τα οποία απαιτούνται προηγμένες γνωστικές και σύνθετες κοινωνικές και συμπεριφορικές δεξιότητες, όπως είναι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη, οι εκπαιδευτικοί, οι εξειδικευμένοι πωλητές, τα επαγγέλματα της υγείας και των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, τα οποία βρίσκονται στον πυρήνα των νέων τεχνολογιών.