Στην Ολομέλεια (με στόχο να ψηφιστεί την Πέμπτη) εισάγεται σήμερα το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, που προβλέπει την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα διασταυρώσουν τα ξίφη τους με αφορμή το σύστημα ασφάλισης των νέων που πρόκειται να ισχύσει από 1/1/2022, αλλά και για το κόστος μετάβασης στο καθεστώς της κεφαλοποιητικής σύνταξης.
Η λειτουργία του νέου Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) αποτελεί ακόμη ένα σημείο «τριβής», καθώς θα υποδέχεται σε πρώτη φάση (το 2022) μόνο τους πρωτοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, ενώ ένα χρόνο αργότερα θα μπορούν να ενταχθούν, προαιρετικά, όλοι όσοι θα είναι κάτω των 35 ετών.
Όπως εξηγεί το υπουργείο Εργασίας, σύμφωνα με τις μελέτες και τις προβολές που έχουν γίνει, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ.
Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.
Μπορεί δε να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στα 257 ευρώ (+68% σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα) εάν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μικτό Αμοιβαίο Κεφαλαίο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών.
Όφελος για τους νέους - Ασφάλεια για τους παλαιούς
Σύμφωνα με τον υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνο Τσακλόγλου, το νομοσχέδιο «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά» αποτελεί σημαντική μακρόπνοη διαρθρωτική μεταρρύθμιση με κύριους ωφελημένους τη νέα γενιά που θα απολαύσει υψηλότερες συντάξεις στο μέλλον, χωρίς να θίγεται το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων του υφισταμένου συστήματος.
Ταυτόχρονα για τους σημερινούς συνταξιούχους και ασφαλισμένους δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτε, καθώς οι συντάξεις τους θα υπολογίζονται με τους υφιστάμενους κανόνες, χωρίς καμία αλλαγή.
Το νομοσχέδιο προβλέπει τη σταδιακή μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική. Η μεταρρύθμιση αφορά μόνο την επικουρική ασφάλιση και τους νέους εργαζόμενους. Η κύρια σύνταξη παραμένει ως έχει. Πιο συγκεκριμένα, για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από 1/1/2022 με υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση και, προαιρετικά, για όσους ασφαλισμένους είναι κάτω των 35 ετών με ή χωρίς υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, οι εισφορές επικούρησης κατευθύνονται σε ατομικούς λογαριασμούς, επενδύονται με βάση προτιμήσεις τους από το Ταμείο που πρόκειται να ιδρυθεί (TEKA) και η σύνταξή τους προσδιορίζεται από το σύνολο των εισφορών τους και τις αποδόσεις των επενδύσεών τους.
Οι εγγυήσεις του νέου Ταμείου
Στο νομοσχέδιο προβλέπονται δύο εγγυήσεις. Μία προς τους ασφαλισμένους του υφισταμένου συστήματος, ότι οι συντάξεις τους θα εξακολουθήσουν να
υπολογίζονται με βάση τους τωρινούς κανόνες και δεν θα υπάρξει καμία περικοπή σύνταξης.
Και μία προς τους ασφαλισμένους του νέου συστήματος ότι η σύνταξη που θα λάβουν θα αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστον στο ποσό των εισφορών που έχουν
καταβάλει σε πραγματικούς όρους – δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη και την επίδραση του πληθωρισμού.
Επιπρόσθετα, στο νομοσχέδιο υπάρχουν δύο διαφοροποιήσεις σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα:
- σε ασφαλισμένους που δεν συμπληρώσουν δεκαπενταετία ασφάλισης επιστρέφονται οι εισφορές τους σε πραγματικούς όρους (αλλά όχι οι αποδόσεις των επενδύσεών τους)
- σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου ασφαλισμένου με χαμηλές εισφορές, παρέχεται σύνταξη που να αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστον στις εισφορές δεκαπενταετίας ανειδίκευτου εργάτη.
Το «αγκάθι» του κόστους μετάβασης
Το μεγάλο «αγκάθι» της μεταρρύθμισης είναι το κόστος μετάβασης, που προκαλεί έντονες αντιδράσεις στην αντιπολίτευση, η οποία το υπολογίζει σωρευτικά στα 70-80 δισ. ευρώ, σε βάθος βέβαια 50ετίας.
Το υπουργείο Εργασίας και ο αρμόδιος υφυπουργός παρουσίασαν μελέτες που δείχνουν ότι το καθαρό κόστος για τα επόμενα 50 χρόνια είναι μόλις 120 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Σύμφωνα με τον κ. Τσακλόγλου, το κόστος μετάβασης προκύπτει ακριβώς επειδή δεν πρόκειται να γίνουν περικοπές στις συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος.
Ανάλογα με το επιτόκιο προεξόφλησης η Εθνική Αναλογιστική Αρχή το εκτίμησε από λίγο κάτω από 50 έως λίγο πάνω από 70 δις ευρώ σε βάθος πεντηκονταετίας.
Στο κεντρικό σενάριο σε προεξοφλημένες τιμές το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 56 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το ακαθάριστο κόστος, καθώς σημαντικό μέρος των πόρων του νέου Ταμείου θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, δίνοντας ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Σύμφωνα με τη μακροοικονομική μελέτη του ΙΟΒΕ, στο κεντρικό σενάριο τα επιπρόσθετα οφέλη σε βάθος πεντηκονταετίας είναι περίπου 50 δισ. ευρώ.