H Ελλάδα διαχρονικά παρουσιάζει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοαπασχόλησης (self-employment) επί του συνόλου του ενεργού πληθυσμού της, κάτι που αποδίδεται σε σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας, η υποαπασχόληση και οι εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης των θέσεων εργασίας και των ζητούμενων δεξιοτήτων.
Με βάση τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το τρίτο τρίμηνο του 2021 το 13,2% των απασχολούμενων ηλικίας 20-64 ετών στην Ε.Ε.-27 ήταν αυτοαπασχολούμενοι. Η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο ποσοστό (27,4%), με την Ιταλία (19,3%) και την Πολωνία (18,4) να ακολουθούν.
Το ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα το τρίτο τρίμηνο του 2021 προσέγγισε το αντίστοιχο του τρίτου τριμήνου 2009, επανερχόμενο σε προ-κρίσης επίπεδα, όπως αναφέρει η «Εθνική Στρατηγική για τις πολιτικές απασχόλησης» που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Εργασίας.
Ενώ όμως η προώθηση της επιχειρηματικότητας και της αυτοαπασχόλησης είναι σημαντική σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο για την οικονομική ανάπτυξη, την ενίσχυση της απασχόλησης και την αντιμετώπιση της ανεργίας, απαιτείται ιδιαίτερη μέριμνα ώστε να αντιμετωπιστούν στρεβλώσεις της αγοράς εργασίας και περιπτώσεις εκμετάλλευσης του υπάρχοντος νομικού πλαισίου.
Το φαινόμενο της εικονικής αυτοαπασχόλησης (bogus self-employment) έχει τα τελευταία χρόνια προσελκύσει το ενδιαφέρον των διαφορετικών εμπλεκομένων στη χάραξη και υλοποίηση πολιτικών απασχόλησης και στην παρακολούθηση των αγορών εργασίας, ως μια μορφή μη-τυπικής απασχόλησης που υποκρύπτει σχέσεις εξαρτημένης εργασίας χωρίς το πραγματικό πλαίσιο αυτής.
Η εικονική αυτοαπασχόληση μπορεί να λάβει τη μορφή «συγκαλυμμένης εργασιακής σχέσης», στην οποία ο εργοδότης ή επιχειρηματίας αξιοποιεί έναν εργαζόμενο ως πλήρους απασχόλησης, χωρίς όμως να έχει συσταθεί μεταξύ τους αντίστοιχη σχέση εξαρτημένης εργασίας, ή «εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης», όπου ο εργαζόμενος/αυτόαπασχολούμενος παρέχει τις υπηρεσίες σε έναν μόνο πελάτη ή μικρό αριθμό πελατών, λαμβάνοντας αμοιβή και οδηγίες από αυτόν/ους.
Και στις δύο περιπτώσεις, τα άτομα που αυτοαπασχολούνται εικονικά δεν αντιμετωπίζονται με τα δικαιώματα και τις μέριμνες που προβλέπονται για τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, πλήρους ή μερικής απασχόλησης.
Η εικονική αυτοαπασχόληση είναι το αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων που έχουν να κάνουν με την εργασιακή νομοθεσία μιας χώρας, τη φορολογική και ασφαλιστική νομοθεσία, την ετοιμότητα και επάρκεια των μηχανισμών ελέγχου, τις συνθήκες στην αγορές εργασίας, τις πρακτικές απασχόλησης των εργοδοτών και επιχειρηματιών και την οργάνωση της παραγωγής και διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών.
Επιλέγοντας τη συνεργασία με αυτοαπασχολούμενο προσωπικό, οι επιχειρήσεις αποφεύγουν μεγάλο μέρος του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας καθώς και τις δαπάνες προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Η συγκαλυμμένη απασχόληση και η εξαρτημένη αυτοαπασχόληση ευνοούνται όταν υπάρχουν ασάφειες στη θεσμική διάκριση μεταξύ απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης, και όταν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις εικονικής αυτοαπασχόλησης και να προβούν σε μέτρα για την αντιμετώπισή της και την προστασία των εργαζομένων.
Χωρίς ασφάλιση και εργασιακά δικαιώματα
Η ύπαρξη εικονικής αυτοαπασχόλησης έχει σημαντικές εισοδηματικές επιπτώσεις, καθώς οι αυτοαπασχολούμενοι που εξαρτώνται από έναν πελάτη ή μικρό αριθμό πελατών, μέσω συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αμείβονται σε επίπεδα χαμηλότερα συχνά από τον κατώτατο μισθό, χωρίς ασφάλιση και εργασιακά δικαιώματα.
Υπάρχουν επίσης επιπτώσεις στις ώρες απασχόλησης και στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής, στο ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο έχει διαφυγόντα έσοδα, και στις γενικότερες συνθήκες εργασίας, καθώς οι αυτοαπασχολούμενοι δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες για τους εργαζόμενους με σχέσεις εξαρτημένης εργασίας.
Αν και ο εντοπισμός και η καταγραφή της εικονικής αυτοαπασχόλησης παρουσιάζει ιδιαίτερες προκλήσεις, έχει υπάρξει σχετική προσπάθεια για την Ελλάδα από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), όπου προσεγγίστηκε η έκταση του φαινομένου, τα κύρια αίτια και οι επιδράσεις του.
Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, περίπου 43% του συνόλου των αυτοαπασχολούμενων (και 11% του συνόλου των απασχολούμενων) εργάζονται σε σχέσεις εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης (δηλ. με έναν πελάτη ή μικρό αριθμό πελατών) ή σε εργασιακό καθεστώς που δεν έχει κάποια ή όλα τα χαρακτηριστικά της αυθεντικής αυτοαπασχόλησης.
Το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα θεωρείται πως συνδέεται και με την ύπαρξη εικονικής αυτοαπασχόλησης σε σημαντικό
βαθμό.
Αδυναμίες που εντοπίζονταν ως πρόσφατα, όπως η πολύπλοκη, ασαφής και κατακερματισμένη εργασιακή και ασφαλιστική νομοθεσία, η έλλειψη αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) να διερευνά περιπτώσεις εικονικής αυτοαπασχόλησης, η ασάφεια στα κριτήρια αποσαφήνισης των εργασιακών σχέσεων και της εργασιακής κατάστασης των απασχολούμενων, και η έλλειψη ενοποιημένων πληροφοριακών συστημάτων και βάσεων δεδομένων που επιτρέπουν την ανίχνευση τέτοιων περιπτώσεων, συνδέονται άμεσα με την εκτεταμένη εμφάνιση εικονικής αυτοαπασχόλησης.
H εικονική αυτοαπασχόληση, εκτός των αναδιανεμητικών επιπτώσεών της, δημιουργεί και δυσάρεστα συναισθήματα σε πολλούς απασχολούμενους, που θεωρούν πως δεν αμείβονται επαρκώς και δεν έχουν την απαιτούμενη προστασία και τα δικαιώματα ως εργαζόμενοι.
Η έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας διατύπωνε συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του ιδιαίτερου αυτού φαινομένου, μεταξύ των οποίων η ενοποίηση των πληροφοριακών συστημάτων παρακολούθησης της αγοράς εργασίας (ΕΡΓΑΝΗ, e-ΕΦΚΑ, ΟΠΣ ΣΕΠΕ) για τη διευκόλυνση της ανίχνευσης περιπτώσεων με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε εικονική αυτοαπασχόληση, η απλοποίηση της διαδικασίας εγγραφής και καταχώρησης στοιχείων στα πληροφοριακά συστήματα ΕΡΓΑΝΗ και e-ΕΦΚΑ, η πραγματοποίηση στοχευμένων ελέγχων βάσει ανάλυσης ρίσκου και η επιβολή αυστηρότερων ποινών, η συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους για την καλύτερη κατανόηση των ιδιαίτερων συνθηκών και πρακτικών ανά κλάδο, και ο σχεδιασμός ενεργειών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για τον περιορισμό του φαινομένου και των συνεπειών του.