Ψηφίζεται σήμερα από τη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για τον εξορθολογισμό της ασφαλιστικής νομοθεσίας, που παράλληλα ρυθμίζει μια σειρά από ζητήματα για την ενίσχυση των συνταξιούχων και τον τρόπο καταβολής των αυξήσεων στις συντάξεις τους.
Στις βασικές ρυθμίσεις του ανήκουν η μονιμοποίηση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, η μείωση σε 10 χρόνια (από 20) του χρόνου παραγραφής των ασφαλιστικών οφειλών που δεν έχουν βεβαιωθεί, η αύξηση από 12 σε 24 των μηνιαίων δόσεων των υπό ρύθμιση ασφαλιστικών οφειλών, η επέκταση της άδειας μητρότητας στους 9 μήνες και το «ξεπάγωμα» των αυξήσεων στις συντάξεις.
Στο ίδιο νομοσχέδιο περιλαμβάνεται σειρά από ευνοϊκές ρυθμίσεις για εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλισμένους, που αφορούν είτε τις εισφορές, όπως για παράδειγμα την κατάργηση της ειδικής εισφοράς 1% για πάνω από 600.000 δημόσιους υπαλλήλους, είτε την «μάχιμη πενταετία» των ενστόλων.
Με δύο τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, ρυθμίζονται θέματα που σχετίζονται με την εργασιακή κάλυψη και εξασφάλιση της απασχολησιμότητας ευάλωτων πολιτών, όπως επαγγελματιών με προβλήματα όρασης, καθώς και ατόμων στο φάσμα του αυτισμού. Επίσης προωθείται ρύθμιση που διευκολύνει τη μεταστέγαση των ΚΕΠΑ της Αθήνας σε εγκαταστάσεις του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας.
«Ξεπάγωμα» των συντάξεων
Αυτό που διευκρινίζεται είναι ο τρόπος καταβολής της αύξησης. Το ποσοστό αύξησης των κύριων συντάξεων από 1/1/2023 θα ισούται με το ήμισυ του αθροίσματος του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του ΑΕΠ και του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτών (πληθωρισμός) του προηγούμενου έτους.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ο υπολογισμός αυτού του ποσοστού θα γίνεται πριν την αλλαγή του έτους, με βάση τις εκτιμήσεις του κρατικού προϋπολογισμού. Αν από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (που δημοσιεύονται αργότερα μέσα στο έτος) προκύψει διαφορετικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ και του τιμαρίθμου, η απαραίτητή διόρθωση γίνεται στην απόφαση του επόμενου έτους.
Με τη ρύθμιση αυτή, την Αύξηση της τάξεως του 7,75% θα δουν σχεδόν 1,8 εκατομμύρια συνταξιούχοι. Από αυτούς, ένα τεράστιο ποσοστό θα δει ακέραια την αύξηση της τάξεως του 7,75%, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων θα δει αυξήσεις που θα ξεπερνούν το 7% αναλόγως του ύψους της προσωπικής διαφοράς που διαθέτουν.
Για τους υπόλοιπους μειώνεται σημαντικά η προσωπική διαφορά. Ωστόσο και το 90% περίπου εκείνων που έχουν προσωπική διαφορά, θα δουν αυξήσεις μέσω της κατάργησης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και της καταβολής της έκτακτης ενίσχυσης των 250 ευρώ. Υπενθυμίζεται σε αυτό το πλαίσιο ότι εκτός από τις αυξήσεις της τάξεως του 7,75%, οι συνταξιούχοι μπορούν να δουν τρεις ακόμα αυξήσεις στα εισοδήματά τους.
Καταργείται η έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, καταβάλλεται εφάπαξ ενίσχυση 250 ευρώ σε ευάλωτους συνταξιούχους και καταβάλλεται η τέταρτη δόση των αυξήσεων του νόμου Βρούτση σε παλαιούς συνταξιούχους με περισσότερα από 30 χρόνια ασφαλιστικού βίου. Με τον συνδυασμό των παραπάνω αυξήσεων προκύπτει ότι παραπάνω από το 95% των συνταξιούχων θα δουν τελικά αύξηση στα εισοδήματά τους.
Παραγραφή των χρεών προς τον ΕΦΚΑ
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις μειώνεται ο χρόνος που έχει στη διάθεσή του ο ΕΦΚΑ για να βεβαιώσει και να εισπράξει απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές σε 10 χρόνια, από 20 χρόνια που είναι σήμερα. Εάν η απαίτηση δεν βεβαιωθεί (αναζητηθεί) μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, παραγράφεται.
Το νομοθετικό πλαίσιο προσαρμόζεται κατ’ αρχάς στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη συνέχεια, από 1ης Ιανουαρίου 2027, η παραγραφή γίνεται πενταετής, ώστε να είναι αντίστοιχη με αυτή που ισχύει για τη φορολογική διοίκηση, συνεπώς και ο ΕΦΚΑ θα οφείλει να βεβαιώνει οφειλές εντός πενταετίας.
Η διάταξη αφορά σε όλες τις κατηγορίες οφειλετών ασφαλιστικών εισφορών (εργοδότες, ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοτελώς απασχολούμενοι, αγρότες). Αφορά και στον ΕΦΚΑ, στο βαθμό που θα πρέπει να βεβαιώνει τις απαιτήσεις πιο κοντά στην ημερομηνία γένεσης των οφειλών, κάτι που ενισχύει τα ασφαλιστικά έσοδα και αποθαρρύνει κακές πρακτικές υπερβολικών καθυστερήσεων. Να σημειωθεί ότι μετά τη δημιουργία του ΚΕΑΟ η βεβαίωση των οφειλών γίνεται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο. Επομένως, η διάταξη αυτή αφορά σχεδόν αποκλειστικά παλαιές οφειλές.
Διευκρινίζεται πως οι μισθωτοί δεν θίγονται από την παραγραφή οφειλών του εργοδότη, καθώς η ασφάλιση που αντιστοιχεί στις παραγεγραμμένες οφειλές αυτές εξακολουθεί να τους αναγνωρίζεται.
Επιπλέον, οι αυτοαπασχολούμενοι θα μπορούν να καταβάλουν τις οφειλές τους, παρά την παραγραφή, εφόσον το επιθυμούν, προκειμένου να αναγνωρίσουν ως ασφαλιστικό χρόνο το διάστημα που παραγράφηκε.
Για παράδειγμα, αυτοαπασχολούμενος που υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης το 2022 οφείλει εισφορές για τα έτη 2002-2011, τις οποίες ο ΕΦΚΑ δεν του έχει καταλογίσει μέχρι τη στιγμή της αίτησης. Οι εισφορές αυτές αφορούν διάστημα πέραν της δεκαετίας και άρα είναι παραγεγραμμένες. Έστω ότι, για να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ο αυτοαπασχολούμενος χρειάζεται ακόμη 5 χρόνια ενσήμων. Τότε έχει την δυνατότητα να πληρώσει τα 5 από τα 10 παραγεγραμμένα χρόνια, ώστε να τα αναγνωρίσει ως ασφαλιστικό χρόνο.
Αντιθέτως, εάν ο ΕΦΚΑ είχε προβεί σε κοινοποίηση προς τον ασφαλισμένο της βεβαίωσης οφειλής των εν λόγω εισφορών εντός δεκαετίας από τη γένεσή της (γεγονός που διακόπτει τον χρόνο παραγραφής) τότε ο ασφαλισμένος οφείλει το σύνολο των εισφορών.
Αν κάποιος δεν πληρώσει μέσα στη δεκαετία τις οφειλές του, δεν σημαίνει ότι «σβήνονται», επειδή η παραγραφή διακόπτεται κάθε φορά που ο ασφαλισμένος ειδοποιείται ότι οφείλει ασφαλιστικές εισφορές και η δεκαετία ξεκινά εκ νέου από την ειδοποίηση.
Αν δηλαδή κάποιος οφείλει ασφαλιστικές εισφορές για την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος το 2018 και δεν τις έχει καταβάλει, η παραγραφή της οφειλής του ξεκινά από την 1η Ιανουαρίου 2019. Εάν δεν έχει ειδοποιηθεί ότι χρωστά μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2028, η απαίτηση παραγράφεται. Εάν όμως βεβαιωθεί η οφειλή και του έλθει ατομική ειδοποίηση στις 5 Οκτωβρίου 2021, η παραγραφή εκτείνεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2031. Εάν στη συνέχεια γίνει κάποια πράξη διοικητικής εκτέλεσης (λ.χ. κατάσχεση κάποιου περιουσιακού στοιχείου) στις 10 Μαρτίου 2030, η παραγραφή εκτείνεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2041.
Πάγια ρύθμιση ασφαλιστικών οφειλών
Αυξάνονται από 12 σε 24 οι μηνιαίες δόσεις των υπό ρύθμιση ασφαλιστικών οφειλών, με ελάχιστο μηνιαίο ποσό τα 50 ευρώ. Η αίτηση ρύθμισης γίνεται ηλεκτρονικά στο ΚΕΑΟ. Με τον τρόπο αυτό εναρμονίζονται οι κανόνες για τη φορολογική και ασφαλιστική διοίκηση (ίδιος αριθμός δόσεων για ρύθμιση χρεών σε ΔΟΥ και ΕΦΚΑ) και διευκολύνονται οι οφειλέτες ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στην τήρηση της ρύθμισης.
Πρόωρη σύνταξη στο Δημόσιο
Ενιαιοποιούνται οι κανόνες που αφορούν στα όρια ηλικίας για έξοδο με μειωμένη σύνταξη μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 01.01.2013 και μετά.
Ειδικότερα, στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι τα μειωμένα όρια ηλικίας για όσους δημόσιους υπαλλήλους θεμελίωσαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα την περίοδο 2010-2012 και έχουν υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης για μειωμένη σύνταξη εντός του 2022 διατηρούνται ενεργά. Το ίδιο ισχύει και για όσους συμπληρώσουν τα μειωμένα αυτά όρια ηλικίας μέχρι και 31.12.2022 ακόμα και αν δεν έχουν υποβάλλει ακόμα αίτηση. Οι τελευταίοι μάλιστα θα μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα τους για πρόωρη συνταξιοδότηση οποτεδήποτε επιθυμούν, δηλαδή και μετά το 2023.
Πιο αναλυτικά, προβλέπεται ότι για όσους δημοσίους υπαλλήλους είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα τα έτη 2010,2011 και 2012 (άρα είχαν ήδη 25 χρόνια συμπληρωμένης υπηρεσίας μέχρι τότε), το δικαίωμα για λήψη μειωμένης σύνταξης κρίνεται με βάση τα όρια ηλικίας που ίσχυαν μέχρι τον ν. 4336/2015, εφόσον αυτά συμπληρωθούν έως και την 31η Δεκεμβρίου 2022.
Για παράδειγμα, δημόσιος υπάλληλος που είχε συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας κατά τα προαναφερόμενα έτη και εξακολουθεί να υπηρετεί από τότε, με βάση τη νομοθεσία που ίσχυε πριν το 2015 δικαιούται να λάβει μειωμένη σύνταξη το 2022, εάν συμπληρώνει τα μειωμένα κατά περίπτωση έτη ηλικίας μέχρι και 31.12.2022. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το δικαίωμα στην άμεση καταβολή μειωμένης σύνταξης μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, –και μετά το 2022), οπότε και θα έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 35 χρόνια υπηρεσίας.
Αντιθέτως, αν τα όρια ηλικίας που ίσχυαν μέχρι το ν. 4336/2015 δεν συμπληρώνονται εντός του 2022, οι δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν συμπληρώσει 25 έτη υπηρεσίας τα έτη 2010,2011 και 2012, δεν δικαιούνται μειωμένη σύνταξη το 2022, αλλά μόλις συμπληρώσουν το 62ο έτος της ηλικίας τους.