Σε μια συγκυρία αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας, οι εργαζόμενοι ανησυχούν για τον αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομίας στον βιοπορισμό τους, ενώ περισσότεροι από τους μισούς ανησυχούν για την απώλεια της εργασίας τους.
Το πληθωριστικό «κύμα», στη δίνη του οποίου βρίσκεται η ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με την ακρίβεια, απομειώνουν τα εισοδήματα των εργαζομένων, με αποτέλεσμα ο μισθός να τελειώνει πριν το τέλος του μήνα και να καλύπτει μόνο βασικές ανάγκες (λογαριασμούς, έξοδα διατροφής κλπ).
Έρευνα της Randstad Workmonitor αποκαλύπτει πως παρόλο που η ασφάλεια της εργασίας βρίσκεται στο επίκεντρο για το 92,9% των ερωτηθέντων, οι Έλληνες εργαζόμενοι αναζητούν νέες πηγές εισοδήματος, για να ανταπεξέλθουν στην αντιμετώπιση του αυξανόμενου κόστους διαβίωσης.
Συγκεκριμένα, το 22% των Ελλήνων εργαζομένων σκοπεύει να αυξήσει τις ώρες εργασίας στην τρέχουσα θέση εργασίας, ενώ το 40% επιδιώκει να αναζητήσει και να αναλάβει μια δεύτερη δουλειά.
Για τους εργαζόμενους που ανήκουν στη Gen Z, είναι πιο πιθανό να προβούν και στις δύο ενέργειες, με το 30% να επιθυμεί να αναλάβει έναν δεύτερο ρόλο και το 32% να αυξήσει τις ώρες εργασίας του - και τα δύο ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα της γενιάς ηλικίας 55 έως 67 ετών, με 17% και 13%, αντίστοιχα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 25% των εργαζομένων έχει αλλάξει ή σχεδιάζει να αλλάξει εργασία και να μετακινηθεί σε μια εταιρεία με καλύτερες οικονομικές απολαβές.
Στο γεγονός αυτό συμβάλλει η διαμόρφωση των μέσων μισθών στις επιχειρήσεις που θέλουν έναν στους τρεις εργαζόμενους να εισπράττουν μισθό κάτω από 800 ευρώ το μήνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία Δεκεμβρίου 2022 του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, σε σύνολο 2.249.599 εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (συν 111.743 που απασχολούνται σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις) οι 839.392 ή 35,54% του συνόλου λαμβάνουν έως 800 ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα, 336.400 μισθωτοί απασχολούνται με αμοιβές κάτω των 500 ευρώ τον μήνα. Πρόκειται για εργαζόμενους μερικής απασχόλησης, που αμείβονται συνήθως με βάση τον κατώτατο και συνεπώς επηρεάζονται έμμεσα από τη νέα αύξηση.
Άλλοι 71.068 μισθωτοί απασχολούνται με αμοιβές 501-600 ευρώ τον μήνα. Επίσης 55.382 μισθωτοί εργάζονται με αμοιβές 601-700 ευρώ τον μήνα.
Τέλος 376.542 μισθωτοί απασχολούνται με αμοιβές 701-800 ευρώ τον μήνα. Πρόκειται κυρίως για εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης που αμείβονται κατά κανόνα με τον κατώτατο των 713 ευρώ τον μήνα, καθώς και υψηλότερους μισθούς.
Παράταση της συνταξιοδότησης
Η κρίση του κόστους ζωής έχει αντίκτυπο στις προσδοκίες των εργαζομένων και για τη συνταξιοδότηση, με το 16% των Baby Boomers να δηλώνει ότι σκοπεύει να καθυστερήσει την συνταξιοδότησή του, καθώς επιθυμεί να συμβάλει στα αυξανόμενα κόστη διαβίωσης, ενώ το 61% εκφράζει έντονη ανησυχία για την πτώση του εισοδήματός του, ως αποτέλεσμα της συνταξιοδότησης.
Το κόστος διαβίωσης και οι συνολικές οικονομικές απολαβές από την εργασία αποτελούν αποθαρρυντικούς παράγοντες και λειτουργούν ανασταλτικά στην απόφαση των εργαζομένων να ολοκληρώσουν την εργασιακή τους πορείας.
Παρόλο που τα αποτελέσματα της έρευνας της Workmonitor για το προηγούμενο έτος είχαν καταγράψει ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων εξέφραζε την
πεποίθηση ότι θα συνταξιοδοτηθεί πριν τα 65 έτη, στην τρέχουσα έρευνα αποκαλύπτεται μια σαφώς διαφορετική προοπτική και γίνεται σαφές ότι η οικονομική αβεβαιότητα αποτελεί κεντρικό παράγοντα αυτής της αλλαγής.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένας στους δύο ερωτηθέντες υποστηρίζει πως θα μπορέσει να συνταξιοδοτηθεί πριν τα 65 έτη, ενώ στην Ελλάδα στην ίδια ερώτηση αποκρίθηκε θετικά μόνο το 44,2%.
Εργασιακή ευελιξία
Παρά τη γενικότερη οικονομική αστάθεια και το αυξημένο κόστος διαβίωσης, περίπου ένας στους τρεις εργαζόμενους στην Ελλάδα έχει παραιτηθεί από μια εργασία που δεν συμβάδιζε με την προσωπική ζωή του.
Σημαντική καταγραφή στην έρευνα αποτελεί η δέσμευση των εργαζομένων, καθώς η δυσαρέσκειά τους με την εργασία έχει οδηγήσει το 27% σε «σιωπηλή παραίτηση», ένα πρόσφατο φαινόμενο κατά το οποίο οι εργαζόμενοι διεκπεραιώνουν μόνο την ελάχιστη επαγγελματική τους υποχρέωση.
Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι 25-34 ετών είναι πιο πιθανό να παραιτηθούν από μια εργασία που τους εμπόδιζε να απολαμβάνουν τη ζωή τους (61%), ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία (55 έως 67 ετών) έχουν τη μικρότερη πιθανότητα, με 35% (παγκοσμίως 40%).
Η εργασιακή ευελιξία παραμένει σημαντικό ζητούμενο αλλά και δυνητικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις, με το 78% των εργαζομένων, να αναζητά τη δυνατότητα επιλογής τοποθεσίας και το 84% την επιλογή ωραρίου για την εργασία τους.
Μεταξύ των διαφόρων ηλικιακών ομάδων, παρόλο που τα μοντέλα ευέλικτης εργασίας έχουν καθολική εφαρμογή, εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά αποδοχής στους νεότερους εργαζόμενους, με το 85% των ατόμων 18 έως 24 ετών και το 89% των εργαζομένων 35 έως 44 ετών να δηλώνουν ότι η ελευθερία επιλογής του χρόνου εργασίας είναι σημαντική.
Οι γυναίκες εκτιμούν την ευελιξία περισσότερο από τους άνδρες αναφορικά με το ωράριο (87% έναντι 80%) και την τοποθεσία (83% έναντι 72%).
Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι εργοδότες έχουν επιβάλει την πλήρη επιστροφή στο γραφείο, οι εργαζόμενοι εκφράζουν έντονη επιθυμία να διατηρήσουν μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία.
Περίπου τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δήλωσαν ότι δεν θα αποδέχονταν μια θέση εργασίας εάν δεν προσέφερε δυνατότητα επιλογής ωραρίου (61%) ή μοντέλο απομακρυσμένης/υβριδικής απασχόλησης (31%). Μάλιστα, το 27% δήλωσε ότι έχει εγκαταλείψει θέση εργασίας που δεν προσέφερε την ευελιξία που απαιτούσε.