«Ενώ η Ελλάδα έχει σημειώσει ταχεία και απτή πρόοδο στην ψηφιοποίηση του Δημόσιου τομέα τα τελευταία χρόνια - έχει καταφέρει να ψηφιοποιήσει μέσα σε μια τριετία 1.500 υπηρεσίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, μειώνοντας δραστικά τον χρόνο απόκτησης υπηρεσιών - πρέπει να καλύψει σημαντικά κενά σε άλλες διαστάσεις του ψηφιακού της μετασχηματισμού, όπως η χαμηλή κάλυψη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας (Very High Capacity Networks) και ο μικρός αριθμός ειδικών ΤΠΕ», αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ψηφιακή πρόοδο της χώρας μας, στην πρώτη έκθεση για την πορεία επίτευξης των στόχων της «Ψηφιακής Δεκαετίας 2030», που δημοσιεύθηκε μέσα στην εβδομάδα. Επισημαίνει μάλιστα στη συνέχεια, ότι ειδικά στην περίπτωση της σταθερής, η διείσδυση των υπερυψηλών ταχυτήτων είναι σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από την υπόλοιπη ΕΕ, ενώ σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα βρίσκεται η χρήση, και κατ’ επέκταση η ζήτηση, για τέτοιου τύπου υπηρεσίες.
Προβάδισμα στην κινητή, υστέρηση στη σταθερή
«Το 2022, η Ελλάδα υιοθέτησε το Εθνικό Ευρυζωνικό Σχέδιο 2021-2027 με στόχο την προώθηση της χρήσης των σταθερών δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και των δικτύων 5G, ως καταλύτες και επιταχυντές της ψηφιακής μετάβασης της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο προωθήθηκε η επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων με την άρση των διοικητικών βαρών και τη δημιουργία ενός φιλικού προς τις επενδύσεις περιβάλλοντος ώστε να διασφαλιστεί η ευρεία διαθεσιμότητα και υιοθέτηση των ευρυζωνικών υπηρεσιών πολύ υψηλής χωρητικότητας» αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση. Παρά τα βήματα προόδου βέβαια, όπως επισημαίνει, η σταθερή ευρυζωνικότητα, η Ελλάδα εξακολουθεί να σημειώνει χαμηλή βαθμολογία στους περισσότερους δείκτες.
Για την ακρίβεια, ενώ η κάλυψη οπτικών ινών στη χώρα έχει βελτιωθεί φτάνοντας στο 28% των νοικοκυριών από 10% που ήταν το 2021, η χρήση συνδέσεων ταχύτητας 1 Gbps είναι κοντά στο… 0%, όταν κατά μέσο όρο στην Ευρώπη φτάνει στο 13,8%. Ακόμα και σε επίπεδο κάλυψης βέβαια ο μέσος όρος της Ευρώπης φτάνει στο 56%. Αντίστοιχα σε χαμηλά επίπεδα, συγκεκριμένα στο 20%, βρίσκεται και η χρήση συνδέσεων 100 Mbps. Παρότι υπήρξε βελτίωση και εδώ την τελευταία διετία - από 3% που ήταν το 2020 σύμφωνα με τον DESI 2021 έφτασε στο 20% στον DESI 2023, ο μέσος όρος της Ευρώπης φτάνει το 55% (DESI 2023).
Αντιστρόφως ανάλογη πορεία παρατηρείται ωστόσο στην περίπτωση της κινητής και συγκεκριμένα της πέμπτης γενιάς δικτύων. Η κάλυψη 5G έχει φτάσει στο 86% το 2022 (DESI 2023) από 0% που ήταν το 2020. Κινείται μάλιστα πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης που εμφανίζεται στο 81%. Στις πρώτες θέσεις της ΕΕ βρίσκεται η χώρα μας και από άποψης διάθεσης φάσματος για το 5G, έχοντας διαθέσει το 99% αυτού ήδη από το 2020 (DESI 2021) όταν κατά μέσο όρο οι χώρες της ΕΕ έχουν διαθέσει το 68%. Κι εδώ όμως παρατηρείται μια κάποια υστέρηση στη χρήση, η χρήση του 5G στην Ελλάδα φτάνει στο 76% όταν κατά μέσο όρο στην ΕΕ κινείται στο 87%.
Με βάσει τις εν λόγω επιδόσεις η Κομισιόν επισημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της στην υποδομή συνδεσιμότητας ενώ θα πρέπει να βελτιώσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα και τον συντονισμό των πρωτοβουλιών για να συμβάλλει στις συλλογικές προσπάθειες για την επίτευξη των στόχων της Ψηφιακής Δεκαετίας της Ε.Ε (2030).
«Η Ελλάδα υστερεί στην ανάπτυξη της συνδεσιμότητας Gigabit για όλους. Ο κύριος στόχος του Εθνικού Ευρυζωνικού Σχεδίου 2021-2027 είναι να δημιουργηθούν υποδομές 100 Mbps, αναβαθμίσιμες σε 1 Gbps, στόχος που υπολείπεται αυτού της Ψηφιακής Δεκαετίας που προβλέπει τη διάθεση συνδεσιμότητας 1 Gbps έως το 2030. Θα πρέπει λοιπόν να αξιολογηθούν οι στόχοι συνδεσιμότητας και να εκτιμηθεί πώς μπορούν να καλυφθούν τα κενά που έχουν εντοπιστεί, όπως η εξυπηρέτηση των χρηστών στις αγροτικές περιοχές [...] Επί του παρόντος, υπάρχουν πολλά μεμονωμένα έργα που συγκλίνουν προς τους στόχους της Ψηφιακής Δεκαετίας, αλλά η Ελλάδα εξακολουθεί να στερείται μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την καθοδήγηση των επενδύσεων και των πρωτοβουλιών που ευθυγραμμίζονται με τον στόχο της Κοινωνίας των Gigabit το 2030» επισημαίνει χαρακτηριστικά η Έκθεση.
Βέβαια η έκθεση δεν στέκεται αποκλειστικά στη συνδεσιμότητα. Αξιολογεί τις επιδόσεις της χώρας σε τέσσερις τομείς που σχετίζονται με την ψηφιακή μετάβαση και αφορούν πέρα από τη συνδεσιμότητα, τις ψηφιακές δεξιότητες, την ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων και το e-government.
Στοχευμένα βήματα για τις ψηφιακές δεξιότητες
Η εικόνα στον τομέα των ψηφιακών δεξιοτήτων είναι μεν καλή, αλλά όπως επισημαίνει η Επιτροπή χρειάζονται περισσότερα και στοχευμένα βήματα.
Σύμφωνα με την αξιολόγηση, πάνω από το ήμισυ του ελληνικού πληθυσμού (ηλικίας 16-74 ετών) έχει τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες (52%), ποσοστό που προσεγγίζει αυτό του μέσου όρου της Ε.Ε. (54%), απέχει όμως μακράν από τον στόχο της Ψηφιακής δεκαετίας της Ε.Ε. που κάνει λόγο για ψηφιακές δεξιότητες στο 80% του πληθυσμού έως το 2030. Επιπλέον, το ποσοστό των ειδικών ΤΠΕ στη συνολική απασχόληση στην Ελλάδα βρίσκεται στο 2,5%, κινούμενο κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 4,6%, παραμένοντας ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της Ένωσης.
Για το λόγο αυτό και για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία θα επωφεληθεί από έναν πληθυσμό με ψηφιακές δεξιότητες, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η Ελλάδα πρέπει να εντείνει σημαντικά τις προσπάθειές της, επεκτείνοντας τη δεξαμενή ψηφιακών ταλέντων των ειδικών των ΤΠΕ και προβλέποντας τις δεξιότητες που θα ανταποκρίνονται μελλοντικά στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Big Data και AI για την ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων
Εντατικοποίηση των προσπαθειών προτείνεται και για τον τρίτο πυλώνα που αφορά στην ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων, παρότι το 2022, όπως επισημαίνει η επιτροπή, η Ελλάδα πήρε διάφορα μέτρα για να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων. Για τη συνέχεια μάλιστα, προτείνεται να δοθεί προσοχή στην υποστήριξη της ανάπτυξης προηγμένων τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων των Βig Data και της τεχνητής νοημοσύνης, ιδίως στις ΜμΕ».
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι το επίπεδο ψηφιακής έντασης των ΜμΕ στην Ελλάδα είναι 41% την ώρα που ο μέσος όρος της Ευρώπης βρίσκεται στο 69%. Όσον αφορά την υιοθέτηση προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών, οι επιχειρήσεις ήταν πιο αργές στην υιοθέτησή τους: το 2020, το 13% χρησιμοποιούσε ανάλυση μεγάλων δεδομένων (μέσος όρος Ε.Ε.: 14%), ενώ το 15% χρησιμοποιούσε υπηρεσίες cloud το 2021 (μέσος όρος Ε.Ε.: 34%) και μόνο το 3% χρησιμοποιούσε τεχνητή νοημοσύνη (μέσος όρος Ε.Ε.: 8%). Καλύτερη είναι η κατάσταση των MμΕ που πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις - στη χώρα μας το μερίδιο των ΜμΕ φτάνει στο 17%, ελαφρώς χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. 19%.
Πρόοδος στο e-government
Σε αντίθεση με την χρήση των δικτύων υπερυψηλών ταχυτήτων η κατάσταση είναι καλύτερη όσον αφορά τους ενεργούς χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, οι οποίοι φτάνουν στο (81%), πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που φτάνει στο 74%. Μάλιστα η Ελλάδα καταγράφει αξιοσημείωτη πρόοδο στις Ψηφιακές Δημόσιες Υπηρεσίες για πολίτες, έχοντας αυξήσει τη βαθμολογία της κατά 13 μονάδες μέσα σε ένα χρόνο (φτάνει στο 65) αλλά και στις Ψηφιακές Υπηρεσίες προς Επιχειρήσεις, με την βαθμολογία της να φτάνει στο 74, σημειώνοντας αύξηση 26 μονάδων από το προηγούμενο έτος.
Ωστόσο, η χώρα εξακολουθεί να σημειώνει βαθμολογία κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. σε δύο δείκτες : η βαθμολογία για τις δημόσιες υπηρεσίες, που παρέχονται μέσω διεπαφών φιλικών προς κινητά, αυξήθηκε μεν στο 85, αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (93). Επίσης, όσον αφορά την πρόσβαση σε αρχεία ηλεκτρονικής υγείας, η Ελλάδα έχει χαμηλότερη βαθμολογία από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (61 έναντι 72).
Κατ επέκταση, η Επιτροπή προτείνει η χώρα μας να εντείνει τις προσπάθειές της για την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, αφενός με επενδύσεις που προορίζονται στο ΠΔΕ για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, κι αφετέρου συνεχίζοντας με τον ίδιο ρυθμό την ψηφιοποίηση του κράτους.