Αντιστρόφως ανάλογη πορεία ακολουθούν τα δύο vouchers που τρέχουν αυτή την περίοδο για τις συνδέσεις οπτικών ινών υπερυψηλών ταχυτήτων. Η ζήτηση για το κουπόνι Gigabit Voucher, το οποίο επιδοτεί νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκειμένου να αποκτήσουν ευρυζωνική σύνδεση υπερυψηλής ταχύτητας δείχνει να ανεβάζει ρυθμούς, σε αντίθεση το έτερο κουπόνι, Smart Readiness, το οποίο επιδοτεί την καλωδίωση στο υφιστάμενο κτηριακό απόθεμα ώστε να μπορεί να υποδεχτεί τόσο συνδέσεις οπτικών ινών όσο και έξυπνους μετρητές, η οποία παραμένει ισχνή.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, στην περίπτωση του Gigabit Voucher, το οποίο πρόκειται να επιδοτήσει 400.000 πολίτες κι επιχειρήσεις έχουν ήδη κατατεθεί 87.420 αιτήσεις ενώ σε αυτή του Smart Readiness από τον στόχο των 60.000 συνδέσεων έχουν μόλις κατατεθεί 3700. Κι αυτό παρότι σε μηνιαία βάση , σύμφωνα με τα στοιχεία των παρόχων 12.000 σπίτια γίνονται smart, αλλά μόνο τα 1.000 εξ αυτών μπαίνουν στο πρόγραμμα του Smart Readiness.
Οι λόγοι της ισχνής απορρόφησης
Ο λόγος για τις διαφορετικές ταχύτητες εντοπίζεται στην φύση των δύο κουπονιών, καθώς το Smart Readiness που επιδοτεί την κτηριακή τεχνολογική αναβάθμιση απαιτεί την συνεννόηση μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών μιας πολυκατοικίας, η οποία αποδεικνύεται «δύσκολη εξίσωση». Εν αντιθέσει το Gigabit Voucher, απευθυνόμενο σε μεμονωμένους συνδρομητές, δεν παρουσιάζει προβλήματα στην υιοθέτησή του, δεδομένου μάλιστα ότι αντίστοιχες προηγούμενες δράσεις έχουν επιφέρει μια εξοικείωση επί των διαδικασιών στους χρήστες.
Παράλληλα βέβαια και στα δύο κουπόνια, τα οποία προκαλούν μαζική ζήτηση, προκύπτει και ένα πρόσθετο πρόγραμμα, αυτό της έλλειψης εξειδικευμένων εγκαταστατών.
Σε κάθε περίπτωση η ζήτηση θα πρέπει να ενισχυθεί δεδομένου ότι οι δύο δράσεις είναι αλληλένδετες και η μη απορρόφηση της μίας θα μπορούσε να παγώσει την άλλη, εμποδίζοντας εντέλει την χώρα από το να βελτιώσει την θέση της στον ευρωπαϊκό χάρτη συνδεσιμότητας. Σημειωτέων ότι βάσει της σχετικής ΚΥΑ το Gigabit Voucher θα υλοποιηθεί σε τέσσερις φάσεις, αλλά για να προχωρήσει κάθε επόμενη φάση, πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί συγκεκριμένος αριθμός Smart Readiness συνδέσεων.
Στη πρώτη φάση προβλέπονται 200.000 Gigabit κουπόνια και απαιτούνται 60.000 Smart Readiness συνδέσεις, στη δεύτερη φάση 100.000 Gigabit κουπόνια και 30.000 Smart Readiness συνδέσεις, ενώ στην τρίτη και τέταρτη φάση από 50.000 Gigabit κουπόνια και 15.000 Smart Readiness συνδέσεις. Επιπλέον το Smart Readiness αποτελεί δράση που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης γεγονός που επιβάλλει συγκεκριμένα, και πιο σφιχτά, χρονοδιαγράμματα υλοποίησης.
Για το λόγο αυτό μάλιστα το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης βρίσκεται σε ανοικτή επικοινωνία με τους παρόχους ώστε να βρεθούν λύσεις για να τρέξουν γρήγορα και αποδοτικά και οι δύο δράσεις ενώ μόλις προ Α15ημέρου προχώρησε και σε νέα απλοποίηση των διαδικασιών ενεργοποιώντας την πλατφόρμα που κάνει σαφή την όλη διαδικασία βάσει των οδηγιών των παρόχων.
Έρχεται Help Desk
Παράλληλα μόλις χθες ο εκτελεστικός βραχίονας του υπουργείου, η ΚτΠ, ανακοίνωσε την Διενέργεια Διαγωνισμού για την δημιουργία «Help Desk» που θα αφορά στην ενίσχυση της συνδεσιμότητας.
Ο ανάδοχος που θα επιλεγεί, βάσει της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, θα αναλάβει τη στελέχωση και λειτουργία γραφείου ενημέρωσης και υποστήριξης του Προγράμματος (help-desk), για τους δικαιούχους της ενίσχυσης του Gigabit Voucher. Το γραφείο υποστήριξης θα καλύπτει οριζόντια τις ανάγκες του Προγράμματος και τη διαχείριση της επικοινωνίας με τους δυνητικούς και πραγματικούς δικαιούχους των ενισχύσεων, αλλά και γενικότερα με το ενδιαφερόμενο κοινό.
Η υστέρηση της χώρας
Να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντική υστέρηση σε σχέση με άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά στην διαθεσιμότητα και διείσδυση των ευρυζωνικών δικτύων υπερ-υψηλών ταχυτήτων.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τον δείκτη DESI (Digital Economy and Society Index) για το έτος 2023, η κάλυψη σταθερών δικτύων υπερ-υψηλών ταχυτήτων (VHCN) ανέρχεται σε 28% έναντι 73% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου ενώ η διείσδυση ευρυζωνικών υπηρεσιών ταχύτητας 100 Mbps ή μεγαλύτερης ανέρχεται σε 20% έναντι 55% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου κατατάσσοντας την Ελλάδα στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών – μελών στους συγκεκριμένους υπο-δείκτες. Επιπλέον, η διείσδυση υπηρεσιών μέσω υποδομών VHCN εκτιμάται σε πολύ μικρότερα ποσοστά, της τάξης του 7%, καταδεικνύοντας τη σημαντική υστέρηση της χώρας στη διείσδυση των υπηρεσιών αυτών.
Οι υλοποιούμενες αλλά και ανακοινωμένες ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αντιμετωπίσουν σε σημαντικό βαθμό το έλλειμα όσον αφορά στη διαθεσιμότητα δικτύων και υπηρεσιών υπερ-υψηλών ταχυτήτων καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο της χώρας, Ωστόσο, παρά την αυξημένη διαθεσιμότητα, φαίνεται ότι η μειωμένη ζήτηση εξακολουθεί να παραμένει βασικό πρόβλημα θέτοντας εν αμφιβόλω τον επενδυτικό σχεδιασμό των παρόχων.