Σε αχαρτογράφητα νερά πλέει και φέτος ο ελληνικός τουρισμός, εξαιτίας της υγειονομικής και της γεωπολιτικής κρίσης που έχουν ξεσπάσει στον πλανήτη και παρά την έντονη διάθεση των τουριστών για διακοπές «αλά ελληνικά». Πέρα από την επίτευξη ή μη του φετινού στόχου όμως, τους φορείς και παράγοντες του κλάδου απασχολεί κι ένα ακόμα ζήτημα, βαρύνουσας σημασίας για την μακροπρόθεσμη ευημερία του κλάδου. Ο λόγος για την βιωσιμότητα του τουρισμού, η οποία κρίνεται αναγκαία ακόμα κι αν επιστρέψουμε στη κανονικότητα, ήδη από φέτος.
Στοίχημα η βιωσιμότητα
Η ανάγκη για αναπτυξιακή προοπτική με βιωσιμότητα υπογραμμίζεται το τελευταίο διάστημα σε κάθε ευκαιρία με το αρμόδιο υπουργείο και φορείς του κλάδου να κάνουν λόγο για μια σύνθετη έννοια που χρήζει συντονισμένης προσπάθειας και αποφάσεων. «Η βιωσιμότητα δεν αφορά μόνο την προστασία του περιβάλλοντος αλλά είναι μία πολυδιάσταση έννοια και έτσι πρέπει να την διαχειριζόμαστε» ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Ρέτσος από το βήμα του Φόρουμ των Δελφών διευκρινίζοντας ότι το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), έχει εκπονήσει σχετική μελέτη (Ελληνικός Τουρισμός 2030/ Σχέδια δράση) σε συνεργασία με την κοινοπραξία εταιρειών Delloitte και Remaco.
Σε αυτή, όπως αναφέρει η διοίκηση του ΣΕΤΕ, χαρτογραφείται όχι μόνο η συντονισμένη προσπάθεια που απαιτείται αλλά και τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να αναπτυχθούν τα προϊόντα του ελληνικού τουρισμού την επόμενη δεκαετία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη αυτή βασικοί στόχοι για τον ελληνικό τουρισμό αποτελούν η χωρική επέκταση του ελληνικού τουρισμού για τη διάχυση των οφελών του σε όλη τη χώρα -είναι ενδεικτικό ότι το 90% εσόδων του κλάδου προέρχονται από 5 Περιφέρειες- και η χρονική επέκταση για την άμβλυνση της εποχικότητας. Τα δύο παραπάνω βέβαια θα πρέπει να γίνουν με σωστό σχεδιασμό ώστε να πολλαπλασιάζονται τα τουριστικά έσοδα, χωρίς να εξαντλείται η φέρουσα ικανότητα των διαφόρων προορισμών της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όπως είπε ο Ρέτσος αν όλα πάνε καλά, και τον φετινό Ιούλιο- Αύγουστο τα πράγματα οριακά θα είναι στον ελληνικό τουρισμό και η υψηλή ζήτηση θα δημιουργήσει «μποτιλιάρισμα» σε ώριμους προορισμούς, την ώρα που και οι τοπικές κοινωνίες χτυπούν και πάλι το καμπανάκι για την φέρουσα δυνατότητα των περιοχών τους.
Φέρουσα ικανότητα προορισμών
Μέρος των απαιτούμενων παρεμβάσεων έχει ήδη ξεκινήσει. Με στόχο την μη εξάντληση της φέρουσας δυνατότητας των προορισμών για παράδειγμα, το υπουργείο ξεκινάει φέτος πιλοτικά ένα πρόγραμμα σε Σαντορίνη και Μύκονο, το οποίο θέτει ένα πρώτο ταβάνι στον αριθμό των αφίξεων κρουαζιερόπλοιων. Στόχος είναι ο τουρισμός να μην ξεπερνάει τις αντοχές των νησιών αλλοιώνοντας την ζωή των κατοίκων και φυσικά την ίδια την εμπειρία των τουριστών.
Οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις που απαιτούνται βέβαια είναι πολύ περισσότερες και πρέπει να εστιαστούν σε πολλαπλές κατευθύνσεις, όπως η χωροταξική διευθέτηση, οι σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες, η πράσινη ανάπτυξη, οι υποδομές, οι δεξιότητες των εργαζομένων του κλάδου αλλά και η διαχείριση προορισμών. Ήδη βέβαια έχει προωθηθεί σχετική ρύθμιση για τους Φορείς Διαχείρισης Προορισμών ως εργαλείο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης που μένει όμως να φανεί πώς θα «τρέξει» στο πεδίο.
Σημειωτέον ότι όπως έχει τονίσει ο ΣΕΤΕ κατά τη δημόσια διαβούλευση του έργου «Εκπόνηση Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών, Σύνταξη Προεδρικών Διαταγμάτων Προστασίας και Σχεδίων Διαχείρισης για τις Περιοχές του Δικτύου Natura 2000» είναι απαραίτητη η εκπόνηση Μελετών Φέρουσας Ικανότητας και Σχεδίων Διαχείρισης Επισκεπτών τόσο στο χερσαίο όσο και στο θαλάσσιο περιβάλλον. Ειδικότερα, οι μελέτες Φέρουσας Ικανότητας περιγράφονται ως το «βασικό εργαλείο για την οργάνωση της τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής, της ρύθμισης της επισκεψιμότητας αλλά και της παρακολούθησης της τουριστικής δραστηριότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων, αλλά και το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον της περιοχής, ώστε να μην υποβαθμίζεται η κατάσταση διατήρησης των σημαντικών ειδών. Πάγια θέση του Συνδέσμου είναι άλλωστε ότι η Φέρουσα Ικανότητα ενός τουριστικού προορισμού δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία επιστημονική έννοια ή ως ένας τύπος υπολογισμού ενός συγκεκριμένου αριθμού επισκεπτών, πολύ δε περισσότερο ως μία στατική έννοια. Θα πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως ένα ευέλικτο και δυναμικό διαχειριστικό εργαλείο με στόχο την βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη που να εκτιμά το βέλτιστο επίπεδο ικανότητας (σ.σ. χωρητικότητας) μίας συγκεκριμένης περιοχής (Trumbic, 2005).
Όπως είναι προφανές, η ανάπτυξη περιβαλλοντικών (πχ. αφαλάτωση ή τριτοβάθμια επεξεργασία υγρών αποβλήτων) ή κοινωνικών (πχ. εκσυγχρονισμός λιμενικής εγκατάστασης ή νοσοκομείου) υποδομών συμβάλει στην αύξηση της Φέρουσας Ικανότητας ενός προορισμού. Παράλληλα, θα πρέπει να τονισθεί ότι η καταλυτική πλειοψηφία των καλών πρακτικών κατά την εκτίμηση της Φέρουσας Ικανότητας στη Μεσόγειο αφορούν σε γεωγραφικά προσδιορισμένες περιοχές και νησιά, μικρού (<200 χλμ2) ή μεσαίου μεγέθους (<1000 χλμ2) κυρίως με πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης, πχ. Calvia - Ισπανία, Elba – Ιταλία (PAP/RAC, 2003)» σημειώνει ο ΣΕΤΕ.
Χωροταξική διευθέτηση
Μείζονος σημασίας ζητήματα είναι και τα ειδικά χωροταξικά. Μετά από δύο ακυρώσεις στο ΣτΕ το ειδικό χωροταξικό του τουρισμού παραμένει σε εκκρεμότητα ενώ την οικονομία του τουρισμού ακουμπούν κι άλλα αντίστοιχα ειδικά χωροταξικά όπως για παράδειγμα η χωροθέτηση των ΑΠΕ.
«Σε ό,τι αφορά τις χωροθετήσεις Αιολικών Πάρκων και ανεμογεννητριών επισημαίνεται η ανάγκη επίσπευσης της αναθεώρησης του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ. Η απόσταση συνιστά οπωσδήποτε ουσιώδες και αποτελεσματικό κριτήριο για την αντιμετώπιση συγκρούσεων μεταξύ των αιολικών πάρκων και άλλων χρήσεων και δραστηριοτήτων όπως ο τουρισμός, καθώς και για την αντιμετώπιση της υποβάθμισης του τοπίου λόγω οπτικής όχλησης. Για τον λόγο αυτό πρέπει για τις χωροθετήσεις ανεμογεννητριών να λαμβάνεται υπόψη το κριτήριο της ικανής απόστασης από εγκατεστημένες τουριστικές δραστηριότητες με οπτική επαφή ή και από περιοχές που είναι κατάλληλες και προορίζονται για μελλοντική τουριστική αξιοποίηση» όπως επισημαίνει ο ΣΕΤΕ στο κείμενο που κατέθεσε για πλαίσιο Δημόσιας διαβούλευσης του έργου «Εκπόνηση Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών, Σύνταξη Προεδρικών Διαταγμάτων Προστασίας και Σχεδίων Διαχείρισης για τις Περιοχές του Δικτύου Natura 2000».
Το ζήτημα άλλωστε της «λεπτής ισορροπίας» ανάμεσα στους διάφορους κλάδους έχει θέσει και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μιλώντας την περασμένη Τετάρτη στην εκδήλωση εγκαινίων του μεγάλου φωτοβολταϊκού πάρκου του Ομίλου ΕΛΠΕ στην Κοζάνη. «Η Ελλάδα θα γίνει πρωταγωνίστρια στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Θα υιοθετήσει νέες καινοτόμες τεχνολογίες, όπως τα αιολικά στη θάλασσα. Είμαστε έτοιμοι να καταθέσουμε το σχετικό νομικό πλαίσιο που θα προσδιορίζουμε τον τρόπο αδειοδότησης και υλοποίησης έργων μεγάλης κλίμακας ως προς τα αιολικά στη θάλασσα. Ταυτόχρονα, όμως, θα εξασφαλίσουμε ότι τα έργα αυτά ΑΠΕ θα γίνουν σε περιοχές όπου δεν θα έχουμε έντονες συγκρούσεις με τοπικές κοινωνίες», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επισημαίνοντας πως στόχος είναι «να μετατρέψουμε την πράσινη ενέργεια από ένα θεωρητικό σχέδιο σε μία πραγματική αναπτυξιακή ευκαιρία για τη χώρα μας».
Πράσινη μετάβαση
Αδήριτη ανάγκη, επίσης, για τον κλάδο, παραμένει και η πράσινη μετάβαση, έστω κι αν πλέον αποτελεί μεγάλη πρόκληση λόγω του υψηλού κόστους των υλικών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιάννης Ρέτσος κατά την τελευταία συνέντευξη τύπου που έδωσε, στάθηκε στο ζήτημα της «πράσινης» μετάβασης του κλάδου σημειώνοντας ότι τα νέα δεδομένα που επέφερε π.χ. η πανδημία π.χ. η εκτεταμένη χρήση πλαστικών, το αυξημένο ενεργειακό κόστος και η εκτίναξη των προϋπολογισμών για κατασκευαστικά έργα έχουν επιφέρει προσκόμματα και καθυστερήσεις σε μια σειρά από «πράσινες» δράσεις, όπως μείωση χρήσης πλαστικών, αναβαθμίσεις κτηρίων, επενδύσεις, υποδομές φωτοβολταϊκών κτλ. Ωστόσο η συγκυρία, όπως τόνισε, καταδεικνύει την ίδια στιγμή ότι ο κλάδος θα πρέπει να κινηθεί προς αυτήν την “πράσινη” κατεύθυνση καθώς πλέον διασφαλίζει σημαντικό οικονομικό όφελος σε βάθος χρόνου.
Σημειωτέον ότι ο ΣΕΤΕ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις κατά τη διαβούλευση του σ/ν του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Εθνικός Κλιματικός Νόμος – Μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Σε αυτές αναφέρεται ότι «σε ορισμένες ορεινές μονάδες η λύση του πετρελαίου είναι μονόδρομος λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών αλλά και της αδυναμίας προμήθειας εναλλακτικών αποδοτικών λύσεων. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα της τεκμηρίωσης χρήσης του σε νέες εγκαταστάσεις μέχρι το 2030 όπου και θα ισχύσει η πλήρης απαγόρευση. Σημειώνεται ότι βοηθητικά συστήματα Η/Ζ συνεχίζουν να λειτουργούν με πετρέλαιο».
Επιπλέον, ειδικά για τον κτιριακό τομέα επισημαίνεται ότι «απαιτούνται πολύ περισσότερα μέτρα από τα αναφερόμενα στο άρθρο, κωδικοποίηση της νομοθεσίας και σημαντικά κονδύλια για την ενεργειακή αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος». Τέλος, υπογραμμίζεται ότι «θα πρέπει να εξεταστεί η δυναμική του άρθρου και να υπάρχει ένας μηχανισμός αναθεωρήσεων του καθώς η ενσωμάτωση των Ευρωπαϊκών κανονισμών θα πρέπει να είναι ο τελικός στόχος». Έτσι αντί για αποσπασματικά μέτρα προτείνεται η ενσωμάτωση των απαιτήσεων του προτεινόμενου κανονισμού ενεργειακής αποδοτικότητας της Ε.Ε. που έτσι και αλλιώς κάποια στιγμή θα ενταχθεί στην εθνική νομοθεσία.
Πέρα από τα παραπάνω βέβαια, βαρύνουσας σημασίας κρίνεται και η διαχείριση των αποβλήτων ή η υδροδότηση των νησιών, τα οποία υποδέχονται το καλοκαίρι μεγάλο μέρος των επισκεπτών που υποδέχεται η χώρα, αλλά και μια σειρά από άλλα έργα υποδομών.
Τουρισμός κι ανάπτυξη πάνε μαζί
Το στοίχημα είναι επιτακτικό, την ίδια στιγμή όμως είναι και σύνθετο, αφού όπως επισημαίνεται από τους ειδήμονες του κλάδου σε αυτήν την συζήτηση για την βιωσιμότητα του Τουρισμού πρέπει να συμμετέχουν όλοι, από τα αρμόδια υπουργεία και την τοπική αυτοδιοίκηση ως τους φορείς και τους επιχειρηματίες του κλάδου. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που το υπουργείο προσανατολίζεται στην σύσταση μιας διυπουργικής επιτροπής, ώστε να υπάρξει ένας οριζόντιος συντονισμός ικανός να χτίσει με όρους βιωσιμότητας το μέλλον του κλάδου, όπως επεσήμανε από το Φόρουμ των Δελφών ο υπουργός Τουρισμού, κ. Βασίλης Κικίλιας.
Αν ακολουθηθεί αυτός ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός σε βιώσιμες βάσεις που θα αντιμετωπίζει και τις χρόνιες εκκρεμότητές του κλάδου, ο τουρισμός θα μπορούσε να φέρει μέχρι και το 2030 έσοδα ύψους 27 δισ ευρώ (να θυμίσουμε ότι την χρυσή χρονιά του 2019 τα έσοδα του ελληνικού τουρισμού έφτασαν τα 18 δισ. ευρώ) με 50 εκατ. επισκέψεις και 307 εκατ. διανυκτερεύσεις, όπως επισημαίνει η σχετική μελέτη του INSETE. Στόχος που φαίνεται «ρεαλιστικός» όπως επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας σε συζήτηση το Σάββατο το πρωί για τον ελληνικό τουρισμό και την επόμενη μέρα, όπου συμμετείχαν επίσης ο υπουργός Τουρισμού κ. Βασίλης Κικίλιας, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ κ. Γιάννης Ρέτσος, ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, αντιπρόεδρος του ΣΕΒ υπό τον συντονισμό της κ. Ιωάννας Δρέττα, διευθύνουσας συμβούλου της Marketing Greece. Άλλωστε ήδη ο τουρισμός λειτουργεί σαν «λοκομοτίβα» για την ελληνική οικονομία, έχοντας άμεση συνεισφορά στο 10% του ΑΕΠ η οποία μαζί με τα πολλαπλασιαστικά οφέλη (άμεσα κι έμμεσα δηλαδή) φτάνει στο 25%.