Από τις πιο οικονομικές πόλεις της Ευρώπης όσον αφορά την διαμονή τουριστών αποδεικνύεται η Αθήνα φέτος το καλοκαίρι, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία κίνησης και Απόδοσης των Ξενοδοχείων α’ Εξαμήνου 2022 τα οποία επεξεργάστηκε η GBR Consulting για λογαριασμό της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών, Αττικής και Αργοσαρωνικού. Τόσο η μέση ημερήσια τιμή όσο και το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο κυμαίνονται χαμηλότερα σε σχέση με πολλούς ανταγωνιστές, γεγονός που παρά τους καλούς οιωνούς αυξάνει τις αμφιβολίες για την ανάκαμψη των επιχειρήσεων.
Στις πόλεις με την χαμηλότερη μέση τιμή δωματίου η Ελλάδα
Ειδικότερα, σύμφωνα την έρευνα, η μέση ημερήσια τιμή στην ελληνική πρωτεύουσα κυμάνθηκε τον Ιούνιο στα 110,72 ευρώ όσον αφορά τα τρίστερα, τετράστερα και πεντάστερα ξενοδοχεία της περιοχής. Παρότι έχει αυξηθεί σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, όπου η μέση ημερήσια τιμή έφτανε τα 90,37 ευρώ, παραμένει μια από τις χαμηλότερες σε σχέση με άλλες πρωτεύουσες και πόλεις ανταγωνιστών χωρών. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι από τις 11 πόλεις που περιλαμβάνονται στην έρευνα μόνο το Βερολίνο παρουσιάζει χαμηλότερη μέση ημερήσια τιμή, (101,75 ευρώ) η οποία μάλιστα έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με πέρυσι.
Στα ίδια περίπου επίπεδα με την Αθήνα κυμαίνεται και η μέση ημερήσια τιμή στα ξενοδοχεία της Βιέννης, η οποία έφτασε τον Ιούνιο στα 108,74 ευρώ. Σε όλες τις υπόλοιπες πόλεις, η μέση τιμή κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα, με το Παρίσι και το Λονδίνο να αποδεικνύονται οι πόλεις με την υψηλότερη ημερήσια μέση τιμή καταλυμάτων. Για την ακρίβεια στην περίπτωση του Παρισιού η μέση ημερήσια τιμή ανερχόταν τον Ιούνιο στα 273,67 ευρώ για τα ξενοδοχεία των κατηγοριών τριών τεσσάρων και πέντε αστέρων ενώ στο Λονδίνο έφτασε τα 190,37 ευρώ.
Την πεντάδα των χωρών με τις υψηλότερες τιμές συμπλήρωσαν η Ρώμη με την μέση ημερήσια τιμή να φτάνει τα 181,03 ευρώ, το Άμστερνταμ όπου η μέση ημερήσια τιμή έφτασε τα 155,93 ευρώ και η Βαρκελώνη όπου η μέση τιμή κινήθηκε κατά μέσο όρο στα 146,23 ευρώ.
Υψηλότερα ωστόσο από τα επίπεδα της χώρας μας κινήθηκε και η μέση τιμή σε Μόναχο(144,62 ευρώ) και Μαδρίτη (126,66 ευρώ) ενώ σε οριακά υψηλότερα επίπεδα από την Ελλάδα κινήθηκε η μέση ημερήσια τιμή στην Κωνσταντινούπολη (112,74 ευρώ).
Χαμηλά το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο
Στις τελευταίες θέσεις της λίστας βρίσκεται μάλιστα η Αθήνα και σε σχέση με το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar) το πρώτο εξάμηνο του έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία. Για την ακρίβεια παρότι το μέσο έσοδο ανά δωμάτιο τον Ιούνιο σχεδόν διπλασιάστηκε σε σχέση με πέρυσι (30,45 ευρώ), εξακολουθεί να κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τους ανταγωνιστές.
Φτάνοντας τα 65,17 ευρώ από 30,45 ευρώ που ήταν πέρυσι, αποτελεί το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των έντεκα χωρών που περιλαμβάνει η λίστα. Και σε αυτή την περίπτωση μόνο Βιέννη και Βερολίνο παρουσιάζουν υψηλότερο RevPar, 52,41 ευρώ και 58,61 ευρώ αντίστοιχα.
Στον αντίποδα, Παρίσι, Λονδίνο, Ρώμη, Βαρκελώνη και Άμστερνταμ βρίσκονται στην πέντε υψηλότερες θέσεις της λίστας, με το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο να φτάνει τα 180,90 ευρώ, 127,30 ευρώ, 106,26 ευρώ, 96,22 ευρώ και 84,05 ευρώ αντίστοιχα.
Σε υψηλότερη θέση σε σχέση με την χώρα μας βρίσκεται και η Μαδρίτη, το Μόναχο και η Κωνσταντινούπολη.
Αμφιβολίες για το αν θα κλείσει η «τρύπα» της πανδημίας
Βάσει των παραπάνω η Αθήνα, εξακολουθεί να είναι η πόλη με χαμηλή μέση πληρότητα (74.7%), με τη μικρότερη θετική μεταβολή στο έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar 114.0 %) έναντι των ανταγωνιστών της αλλά και με την μικρότερη αύξηση της μέσης ημερήσιας τιμής (το ADR δεν ξεπέρασε το 22,5%).
Να θυμίσουμε ότι το 5μηνο του 2022 έκλεισε για τα ξενοδοχεία της Αττικής με πτώση της τάξης του -26,8% στην Πληρότητα, του -25,8% στο Έσοδο ανά Διαθέσιμο Δωμάτιο (RevPar) και μόνο η Μέση Τιμή Δωματίου παρουσίασε μικρή θετική μεταβολή (κατά 1,4%) έναντι του αντίστοιχου πενταμήνου του 2019. Το δε 6μηνο έκλεισε και αυτό με μείωση της τάξης του - 21,7% στην Πληρότητα, του -15,5% στο Έσοδο ανά Διαθέσιμο Δωμάτιο (RevPar) και με θετική Μέση Τιμή Δωματίου (κατά 7,9%).
Η συνθήκη γεννά αμφιβολίες για αν το αποτέλεσμα στο τέλος της χρονιάς θα προσεγγίσει τα επίπεδα του 2019, τουλάχιστον από άποψη εσόδων των αθηναϊκών ξενοδοχείων, δεδομένου ότι Μάιος και Ιούνιος είναι παραδοσιακά δύο δυνατοί μήνες για τον τουρισμό πόλεως.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο μεγάλος φόβος των ξενοδόχων, παραμένει το αν θα καταφέρει η φετινή χρονιά να κλείσει την «τρύπα» που δημιουργήθηκε μέσα στον χειμώνα από τα τρέχοντα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων και όσες «υποχρεώσεις» διακρίνονται ήδη ως «βουνό» για τον χειμώνα που έρχεται, όπως επισημαίνει η Ένωση.