Διαφοροποιήσεις παρουσιάζει το μείγμα του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας τα τελευταία χρόνια, με τις πεντάστερες και τετράστερες μονάδες να αυξάνονται και τον αριθμό των ξενοδοχείων που εντάσσονται στις χαμηλότερες κατηγορίες (1* και 2*) να συρρικνώνεται αισθητά, κατά 20% περίπου, μέσα σε μια δεκαετία. Σε αυτό το πλαίσιο οι αρμόδιοι φορείς επισημαίνουν ως αναγκαία την συμπερίληψη και των μικρότερων ξενοδοχείων σε χρηματοδοτικά εργαλεία και προγράμματα αναβάθμισης, ώστε να διατηρηθεί ο σύνθετος ξενοδοχειακός ιστός της χώρας και να αναβαθμιστεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών σε κάθε κατηγορία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ειδική έρευνα που εκπόνησε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), ο αριθμός των ξενοδοχείων της κατηγορίας των 5 αστέρων αυξήθηκε σε ποσοστό 119% την τελευταία 10ετία, από το 2013 έως το 2023, αυτός των τετράστερων μονάδων κατά 44% ενώ αύξηση της τάξης του 24% παρατηρήθηκε και στα ξενοδοχεία 3 αστέρων. Στον αντίποδα ο αριθμός των καταλυμάτων 1 και των 2 αστεριών μειώθηκε σε ποσοστό 20% και 21% αντίστοιχα.
Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές μονάδες 1 και 2 αστεριών και ενδέχεται να οδηγεί στην συρρίκνωσή τους είναι το υψηλό κόστος λειτουργίας, καθώς δεν μπορούν να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας. Την ίδια στιγμή μάλιστα εντείνεται και ο ανταγωνισμός από τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, καθώς και η μικρή διάρκεια της τουριστικής περιόδου περιορίζουν σημαντικά τη ζήτηση για τα ξενοδοχεία αυτά.
Παρότι η αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας είναι ένα θετικό δείγμα, οι μικρές μονάδες κρίνονται εξίσου σημαντικές για την περαιτέρω τουριστική ανάπτυξη της χώρας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τα ξενοδοχεία 1, 2 και 3 αστέρων αποτελούν το 74% των τουριστικών μονάδων της χώρας και σε όρους δωματίων αντιπροσωπεύουν το 47%. Αντίστοιχα τα ξενοδοχεία 1, 2 και 3 αστέρων, δαπανούν ένα σημαντικό ποσοστό του ετήσιου τζίρου τους, υπερδιπλάσιο σε σχέση με τα ξενοδοχεία των υψηλότερων κατηγοριών, σε επενδύσεις για ανακαίνιση και συντήρηση. Συγκεκριμένα, το 10,3% του τζίρου των ξενοδοχείων 3 αστέρων κατευθύνεται σε επενδύσεις, το αντίστοιχο ποσοστό για την κατηγορία 2 αστέρων ανέρχεται στο 11,7% και στο 14,8% για τα ξενοδοχεία με 1 αστέρι. Αντίστοιχα, τα ξενοδοχεία στις κατηγορίες 4 και 5 αστέρων δαπανούν 6,4% και 5,9% αντίστοιχα επί του συνολικού τζίρου. Τέλος στηρίζουν ενεργά και την τοπική οικονομία, καθώς το 90%-94% των συνολικών αγορών τροφίμων και ποτών προέρχεται από την τοπική και την ευρύτερη ελληνική αγορά, ενώ επιλέγουν συνήθως το προσωπικό τους από την τοπική αγορά εργασίας.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία, τα εν λόγω ξενοδοχεία φιλοξενούν υψηλότερα ποσοστά Ελλήνων τουριστών σε σχέση με τα ξενοδοχεία των δύο υψηλότερων κατηγοριών και οι τιμές τους διαμορφώνονται σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα του μέσου όρου αν και η πληρότητά τους δεν αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από τον μέσο όρο ενώ η εποχικότητά τους δεν διαφέρει καθόλου από αυτήν του υπόλοιπου ξενοδοχειακού δυναμικού.
Αναγκαίο να διατηρηθεί ο σύνθετος ξενοδοχειακός ιστός
«Το γεγονός ότι δημιουργούνται νέα ξενοδοχεία με αναβαθμισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι απαραίτητο για την χώρα. Ωστόσο δεν μπορεί να μην αναγνώσει κανείς και το γεγονός ότι και οι χαμηλότερες κατηγορίες αρχίζουν να συμπιέζονται και πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο σύνθετος θα παραμείνει ο ξενοδοχειακός ιστός την επόμενη δεκαετία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΞΕΕ, Αλέξανδρος Βασιλικός κατά την παρουσίαση της μελέτης. Επεσήμανε βέβαια ότι μπορεί κάποια από τα ξενοδοχεία χαμηλότερων κατηγοριών να αναβαθμίζονται αλλά αυτό δεν ισχύει σε όλα. Χαρακτηρίζοντας δε τα μικρά ξενοδοχεία ως πλούτο της χώρας σημείωσε ότι «θα πρέπει να προστατευτούν όχι προνομιακά, αλλά με τους ίδιους όρους που έχουν όλοι. «Αυτό θα μας διαφοροποιεί από οποιονδήποτε προορισμό δημιουργείται σήμερα. Είναι αναγκαίες και απαραίτητες οι μεγάλες επενδύσεις, αλλά για μένα, το ίδιο αναγκαία είναι τα μικρά οικογενειακά ξενοδοχεία. Το επενδυτικό ενδιαφέρον προφανώς από μεγάλους παίκτες και funds είναι στα μεγάλα, αρχίζει όμως και στρέφεται και προς τα μικρά καταλύματα γιατί βλέπουν κι εκείνοι μια υπεραξία. Πιστεύω ότι αυτό θα είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους προορισμούς που αναδύονται σήμερα ανά τον κόσμο».
«Η επόμενη ημέρα θέτει σε πρώτο πλάνο το κατά πόσο μπορούν αυτές οι μονάδες να συνεχίσουν να λειτουργούν παραγωγικά και κατά πόσο υιοθετούν τεχνολογικές λύσεις για να γίνουν βιώσιμα», τόνισε από την πλευρά της η Κωνσταντίνα Σβύνου, πρόεδρος του ΙΤΕΠ.
Όπως αποδεικνύεται τα συγκεκριμένα ξενοδοχεία, που στη συντριπτική πλειονότητά τους έχουν μέγεθος έως 50 δωμάτια, έχουν πρόθεση να επενδύσουν σε δράσεις πράσινου μετασχηματισμού και ενεργειακής αναβάθμισης. Το υψηλό όμως κόστος των τεχνικών λύσεων αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην υλοποίηση αυτών των επενδύσεων.
Για το λόγο αυτό, όπως επεσήμανε ο κ. Βασιλικός απαιτείται περαιτέρω στήριξη των μονάδων χαμηλότερων κατηγοριών. «Δεν θέλουμε και δεν πρέπει όλα τα ξενοδοχεία της χώρας να γίνουν 5άστερα, ούτε όλες οι περιοχές της χώρας μπορούν να υποστηρίξουν πεντάστερες μονάδες. Θα πρέπει να δώσουμε έμφαση και κίνητρα ώστε όλες οι κατηγορίες να έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά. Γεγονός που απαιτεί και οι μικρές μονάδες να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση για την αναβάθμιση της ποιότητάς τους -όχι της κατηγορίας τους» σημείωσε χαρακτηριστικά υπογραμμίζοντας ότι η ένταξη των χαμηλών κατηγοριών στα προγράμματα αναβάθμισης είναι πάγια θέση του ΞΕΕ.