Της Ζέφης Βλαχοπιώτη*
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας, ο όρος «διδάγματα της πανδημίας» κυριάρχησε και συμπύκνωσε όλες τις υφιστάμενες αδυναμίες του υγειονομικού συστήματος στην Ελλάδα, όσο και την ανάγκη μίας αποφασιστικής και βιώσιμης απάντησής τους. Η πρωτόγνωρη αυτή κρίση απείλησε ασφαλώς την ανθεκτικότητα του τομέα της υγείας και όρθωσε επιπρόσθετα εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών, ωστόσο κυρίως κατέστησε επείγουσες όλες τις διαχρονικές προκλήσεις.
Διαχρονικά, το σύστημα υγείας στη χώρα μας υποχρηματοδοτείται. Το 2019 -σε συνθήκες πριν την πανδημία- η Ελλάδα δαπάνησε το 7,8% του ΑΕΠ στην υγεία. Το αντίστοιχο ποσοστό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 9,9%. Το ίδιο έτος, η κατά κεφαλήν δαπάνη έφτασε τα 1.603 ευρώ, ενώ ο Ευρωπαίος πολίτης είχε στη διάθεσή του υπερδιπλάσιο ποσό που αντιστοιχεί σε 3.523 ευρώ.
Διαχρονικά, η δημόσια χρηματοδότηση, ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης υγείας, επίσης υστερεί στη χώρα μας, καθώς παραμένει στο 60%, σε σύγκριση με το 80% στην Ευρώπη. Με απλά λόγια, ο Έλληνας πολίτης πληρώνει μεγαλύτερο ποσό από το εισόδημα του για να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και φάρμακα.
Διαχρονικά, η χώρα μας καταγράφει ένα υψηλό ποσοστό ανεκπλήρωτων αναγκών υγείας, επιβεβαιώνοντας στην πράξη πως ο στόχος της καθολικής πρόσβασης παραμένει ανέφικτος. Το 2019, καταγράψαμε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη μετά την Εσθονία. Το 8,1% του ελληνικού πληθυσμού ανέφερε ανεκπλήρωτες ανάγκες λόγω κόστους, γεωγραφικής εγγύτητας ή χρόνου αναμονής, σε σύγκριση με το μέσο όρο της Ε.Ε. που παραμένει μόλις 1,7%.
Διαχρονικά, ένα μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών μας αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες για την υγεία. Μετά από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης, το ποσοστό παραμένει εξαιρετικά υψηλό και αντιστοιχούσε το 2019 στο 8,9% των πολιτών, έναντι 7% το 2010. Ασφαλώς, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, πάνω από το ήμισυ του συνόλου των καταστροφικών δαπανών συγκεντρώνεται στο οικονομικά ασθενέστερο πεμπτημόριο των νοικοκυριών.
Αναφορικά με το φάρμακο, και εδώ οι διαχρονικές παθογένειες συντελούν σε μία δημόσια δαπάνη σημαντικά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στο εξωνοσοκομειακό περιβάλλον, το κράτος κάλυψε το 2020 περίπου το 50% της συνολικής δαπάνης. Το υπόλοιπο ποσό που αντιστοιχεί σε 2 δισ. καλύφθηκε κατά 2/3 από τη φαρμακοβιομηχανία, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και κατά 1/3 από τους ίδιους τους ασθενείς. Αντίστοιχα στη νοσοκομειακή δαπάνη, η υπέρβασή της πλησιάζει το 100% του δημόσιου προϋπολογισμού των 610 εκατομμυρίων και χρηματοδοτείται και πάλι από τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Ακριβώς αυτές τις διαχρονικές προκλήσεις φωτίζουν τα «διδάγματα της πανδημίας» και ασφαλώς μία σειρά από αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που εξαγγέλθηκαν πολλές φορές, αλλά είτε δεν εφαρμόστηκαν με όρους συνέχειας και συνέπειας, είτε παρέμειναν στο σχεδιασμό. Η απουσία ενός ισχυρού συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας σε όλη την επικράτεια, που θα μετατοπίσει το κέντρο βάρους από τα νοσοκομεία, η εφαρμογή ενός ευρέος προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου βάσει των συστάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η ολιστική προσέγγιση νοσημάτων που επιβαρύνουν αποδεδειγμένα την υγεία του πληθυσμού και το υγειονομικό σύστημα, όπως η διαχείριση του καρκίνου από την πρόληψη έως την παρηγορητική φροντίδα, αποτελούν μόνο ορισμένους από τους κρίσιμους βραχίονες στους οποίους οφείλουμε να επενδύσουμε με μία προσέγγιση που θα επικεντρώνεται περισσότερο στο όφελος -υγειονομικό, κοινωνικό και οικονομικό- και λιγότερο στη δαπάνη.
Η ίδια προοπτική απαιτείται και στον τομέα του φαρμάκου, αν επιδιώκουμε όντως ως κράτος και κοινωνία να αξιοποιήσουμε τα «διδάγματα της πανδημίας». Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας θεσπίστηκαν πολλά μέτρα για τον έλεγχο της δαπάνης σε αυθαίρετα επίπεδα, που απέχουν πολύ από τις τεκμηριωμένες ανάγκες υγείας του πληθυσμού. Άλλοτε μεμονωμένα ή επείγοντα, πολλές φορές αντιφατικά, τα μέτρα αυτά είχαν περισσότερο δημοσιονομικό, παρά διαρθρωτικό χαρακτήρα. Ως αποτέλεσμα, η πρόσκαιρη λύση του clawback μετατράπηκε σε κύριο όχημα βιωσιμότητας της φαρμακευτικής πολιτικής, ενώ το μέτρο στον πυρήνα του ενέχει ακριβώς τα αντίθετα χαρακτηριστικά, ένα πληθωριστικό εργαλείο που εκτινάσσει τη δαπάνη, απειλεί την πρόσβαση των ασθενών στο φάρμακό τους και αποπροσανατολίζει τις μεταρρυθμίσεις από την ουσία, δηλαδή τη δημιουργία νέων πόρων και τη βέλτιστη αξιοποίηση των υφιστάμενων, μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού, της εφαρμογής αυστηρών θεραπευτικών πρωτοκόλλων και της ολοκλήρωσης των μητρώων ασθενών.
Και ενώ μία σειρά από εθνικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες όπως το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης ή το Πρόγραμμα EU4Health δημιούργησαν ελπίδα και προσδοκίες για την ανάπτυξη ενός βιώσιμου περιβάλλοντος στη φαρμακευτική πολιτική, οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις της Πολιτείας ανατρέπουν τις εκτιμήσεις αυτές. Τη θετική εξέλιξη της θέσπισης συνυπευθυνότητας στην υπέρβαση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, διαδέχθηκε η νομοθετική στόχευση να ενσωματωθεί άτυπα το clawback στη διαπραγμάτευση των φαρμάκων, υποβαθμίζοντας την αξία της καινοτομίας στη ζωή και την υγεία του πληθυσμού. Αντίστοιχα, τη θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση έργων Έρευνας και Ανάπτυξης στην Ελλάδα μέσω του συμψηφισμού της επένδυσης με μέρος του clawback, ακολούθησε η αυστηροποίηση των κριτηρίων που αποκλείει ουσιαστικά σχεδόν το σύνολο των πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών. Τέλος, την κεντρική κυβερνητική δέσμευση για μία σταθερή φαρμακευτική πολιτική και τη διασφάλιση ενός προβλέψιμου επενδυτικού περιβάλλοντος, διαδέχθηκαν οι νομοθετικές παρεμβάσεις για την κατά το δοκούν έκτακτη ανατιμολόγηση πριν από το τέλος τους έτους και την άρση του ορίου 7%, καθώς και το ενδεχόμενο επιστροφής στο μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών της Ε.Ε. ως βάση τιμολόγησης των on-patent φαρμακευτικών προϊόντων
Τα παραδείγματα αυτά μαρτυρούν ότι -παρά τα διδάγματα της πανδημίας- η Πολιτεία συνεχίζει να προσεγγίζει την υγεία και το φάρμακο περισσότερο από την προοπτική του κόστους και σίγουρα όχι με γνώμονα την εδραίωση ενός περιβάλλοντος σταθερότητας και προβλεψιμότητας, ως ένα αναγκαίο κριτήριο για την απρόσκοπτη πρόσβαση στη φαρμακευτική καινοτομία.
Με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη ημέρα του συστήματος υγείας, η πανδημία επιβεβαίωσε εμφατικά την κρισιμότητα ενός θεμελιώδους στόχου που παραμένει πάντοτε επίκαιρος: την καθολική πρόσβαση των ασθενών σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας και καινοτόμες θεραπείες με όρους βιωσιμότητας, εξασφαλίζοντας την ανταπόκρισή μας όχι μόνο στις σημερινές ανάγκες αλλά και στις ανάγκες των επόμενων γενεών. Το στοίχημα για όλους τους εταίρους και ασφαλώς για την Κυβέρνηση, παραμένει πώς θα επιτύχουμε να μετατρέψουμε τον στόχο αυτό από ευχή σε πράξη, πώς θα αξιοποιήσουμε τα «διδάγματα της πανδημίας» για να χτίσουμε το νέο Ε.Σ.Υ. σε ισχυρά θεμέλια και όχι στην κινούμενη άμμο χρόνιων παθογενειών.
Από τη δική μας πλευρά, στη Bristol Myers Squibb αναγνωρίζουμε ασφαλώς την εξέχουσα ανάγκη ορθολογικής και βέλτιστης χρήσης των σπάνιων πόρων, με γνώμονα την επιστημονική τεκμηρίωση. Ωστόσο, η συνεισφορά μας στο δημόσιο και πολιτικό διάλογο για τη βελτίωση του υγειονομικού συστήματος μέσω συγκεκριμένων, ρεαλιστικών και μετρήσιμων προτάσεων, επεκτείνεται σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα και εδράζεται ακριβώς σε ένα εξέχον εύρημα πρόσφατης μελέτης της EFPIA: κάθε ευρώ που δαπανάται στην υγεία, εκτιμάται ότι επιστρέφει 14 ευρώ στην οικονομία, χωρίς να συνυπολογίζουμε παραμέτρους που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία, όπως η κοινωνική ειρήνη, σταθερότητα και ανάπτυξη. Αυτή είναι η δική μας προσέγγιση για την αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας και την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα, με προτεραιότητα στον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, στα αποτελέσματα, στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, στην αποδοτικότητα και στην ανθεκτικότητα.
*Η Ζέφη Βλαχοπιώτη, είναι Διευθύντρια Εταιρικών Υποθέσεων της Bristol Myers Squibb Ελλάδας