Ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις λαμβάνει το πρόβλημα των πολυανθεκτικών μικροβίων, με τους ειδικούς να κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου για τη μετά -την- πανδημία εποχή.
Χθες ο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, καθηγητής, Νίκος Σύψας, έκανε λόγο για την απειλή που ορθώνεται μπροστά στην ανθρωπότητα λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «τα επόμενα μεγάλα πρωτοσέλιδα, όταν θα τελειώσει η πανδημία, θα είναι τα πολυανθεκτικά μικρόβια στα νοσοκομεία». Ο ίδιος έχει τονίσει στο παρελθόν ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά «δεν είναι απλά ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας, αλλά ένας Αρμαγεδδών που μας έρχεται».
Η κατάχρηση των αντιβιοτικών έχει οδηγήσει στην ανθεκτικότητα ορισμένων μικροβίων, καθιστώντας πολλές ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις αθεράπευτες, με αποτέλεσμα να χάνονται ζωές που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν σωθεί. Ήδη, κάθε χρόνο καταλήγουν 700 χιλιάδες άνθρωποι από πολυανθεκτικά μικρόβια, παγκοσμίως, ενώ καταγράφεται μια έντονα αυξητική τάση. Εκτιμάται ότι το 2050 οι λοιμώξεις από πολυανθεκτικά μικρόβια θα είναι η πρώτη αιτία θανάτου στο δυτικό κόσμο, ξεπερνώντας τους καρκίνους και τις καρδιοπάθειες.
Ιδιαίτερη ανησυχία επικρατεί για τον ζυμομύκητα Candida auris ο οποίος αναγνωρίζεται πλέον ως μία αναδυόμενη παγκόσμια απειλή για την δημόσια υγεία για τέσσερις κύριους λόγους:
1. Εμφανίζει αντοχή σε σημαντικά αντιμυκητικά φάρμακα και συχνά αντοχή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών φαρμάκων, που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία διεισδυτικών / συστηματικών λοιμώξεων από στελέχη Candida.
2. Η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει σημαντικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι συνήθεις εργαστηριακές μεθοδολογίες ταυτοποίησης. Η εσφαλμένη ταυτοποίηση του μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.
3. Προκαλεί επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί έγκαιρα η C. auris σε νοσηλευόμενους ασθενείς, ώστε να ληφθούν άμεσα οι ειδικές προφυλάξεις για την πρόληψη της διασποράς του.
4. Το CDC θεωρεί την C. auris ως ένα αναδυόμενο παθογόνο παράγοντα, επειδή έχει καταγραφεί αυξανόμενος αριθμός λοιμώξεων σε πολλές χώρες, από τότε που αναγνωρίστηκε.
Ο C. auris απομονώθηκε για πρώτη φορά το 2009 στην Ιαπωνία από το αυτί ασθενούς, από όπου και το όνομά του είδους (auris = αυτί στα λατινικά). Η δυνατότητα πρόκλησης διεισδυτικής λοίμωξης αναγνωρίστηκε το 2011 όταν απομονώθηκε από το αίμα 3 ασθενών με σηψαιμία στη Ν. Κορέα. Από τότε, στελέχη C. auris απομονώθηκαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου σε Ευρώπη, Αμερική, Ασία, Αφρική και Αυστραλία, τόσο ως σποραδικά περιστατικά ή από νοσοκομειακές επιδημίες, και κυρίως ως αποικισμός του γαστρεντερικού συστήματος ασθενών νοσηλευόμενων σε ΜΕΘ. Η διεξαγωγή της αλληλουχίας ολόκληρου του γονιδιώματος των δειγμάτων C. auris από χώρες στις περιοχές της Ανατολικής Ασίας, της Νότιας Ασίας, της Νότιας Αφρικής και της Νότιας Αμερικής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι διαφορετικά στελέχη C. auris εμφανίστηκαν και διασπάρθηκαν σε πολλές περιοχές παγκοσμίως την ίδια σχεδόν περίοδο. Στη χώρα μας, απομονώθηκε το 2019.
Επιμολύνει άψυχο υλικό
Ο C. auris επιμολύνει το άψυχο νοσοκομειακό περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχει απομονωθεί από πολλαπλές καλλιέργειες επιφανειών σε θαλάμους νοσηλείας ασθενών, όχι μόνο υψηλής συχνότητας επαφής, όπως κομοδίνα και κλινοσκεπάσματα, αλλά και από επιφάνειες σχετικά απομακρυσμένες από τον ασθενή, όπως είναι τα παράθυρα. Επίσης, έχει βρεθεί και σε καλλιέργειες κινητού κοινού εξοπλισμού, όπως σακχαρόμετρα, θερμόμετρα, μηχανήματα υπερήχων, πιεσόμετρα και καροτσάκια νοσηλείας. Σχολαστικός καθαρισμός και απολύμανση. τόσο του δωματίου του ασθενή, όσο και του κινητού εξοπλισμό είναι απαραίτητα για τη μείωση του κινδύνου μετάδοσης.
«Είναι στα νοσοκομεία και έχει μεγάλη ανθεκτικότητα. Όταν μπαίνει στα νοσοκομεία δεν βγαίνει. Είχαμε στην Αθήνα νοσοκομεία με πολύ μεγάλο πρόβλημα, τόνισε ο κ. Σύψας.
«Αυτό το μικρόβιο – μύκητας βρίσκεται μόνο στα νοσοκομεία. Αντιμετωπίζεται στα πλαίσια των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Βλέπουμε μια αύξηση στην αντοχή στα αντιβιοτικά και το συγκεκριμένο έχει αναπτύξει ανθεκτικότητα στα κοινά φάρμακα που χρησιμοποιούμε για να καταπολεμήσουμε τους μύκητες», τόνισε ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, καθηγητής Θεοκλής Ζαούτης, μιλώντας στο Mega.
Στο «μάτι του κυκλώνα» η Ελλάδα
Η Ελλάδα καταγράφει υψηλό ποσοστό ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, με τον επιπολασμό να ανέρχεται στο 9% έναντι του 6% στην ΕΕ. Σύμφωνα με τους ειδικούς αυτό μεταφράζεται αφενός μεν σε θανάτους αλλά και σε μακρύτερη παραμονή των ασθενών στα νοσοκομεία, που σημαίνει τεράστια κόστη για το σύστημα Υγείας και ασθενείς οι οποίοι καταλήγουν σε αναπηρία.
Το πρόβλημα φαίνεται να επιδεινώθηκε εν καιρώ πανδημίας, καθώς οι επιτροπές Λοιμώξεων των νοσοκομείων αλλά και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, έριξαν όλο το βάρος στην αντιμετώπιση των ασθενών με κορονοϊό. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μία ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά για ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε παγκοσμίως. Μάλιστα, ευρωπαϊκή μελέτη, κατέδειξε ότι οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις αντιπροσώπευαν την κύρια αιτία θανάτου, σε ποσοστό 33% των Covid-19 ασθενών, που πέθαναν μέσα στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).
Η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη χώρα στην ΕΕ στην κατανάλωση αντιβιοτικών αλλά και στην αντοχή των μικροβίων, Η υπερχρήση αφορά τόσο στα νοσοκομεία, όσο και στην κοινότητα. Τον Ιούνιο του 2020, απαγορεύτηκε με νόμο η χορήγηση φαρμάκων χωρίς ιατρική συνταγή. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη ελληνική δημοσκόπηση, το 30% των πολιτών εξακολουθούν να φυλάνε αντιβιοτικά στο σπίτι τους για ώρα ανάγκης. Η δημοσκόπηση έδειξε ότι το 65% των αντιβιοτικών συνταγογραφείται από τους γιατρούς και ότι ένα περίπου 15% των πολιτών πηγαίνει στο φαρμακείο, παίρνει αντιβιοτικό χωρίς συνταγή και μετά απευθύνεται στο γιατρό, πιέζοντάς τον να το συνταγογραφήσει προκειμένου να αποζημιωθεί.
Πρόγραμμα για την καταπολέμηση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων
Στην Ελλάδα, από το 2021, διεξάγεται ένα Πανελλήνιο Πρόγραμμα για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Νοσοκομειακών λοιμώξεων και της Μικροβιακής αντοχής. Πρόκειται για ένα πενταετές σχέδιο (2021-2026) που στοχεύει να μετατρέψει δέκα από τα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία της χώρας σε κόμβους βέλτιστων πρακτικών για την Πρόληψη & τον Έλεγχο των Λοιμώξεων.
Οι βασικοί στόχοι του προγράμματος είναι:
1. Εκπαίδευση των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης για την πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων, με την ανάπτυξη και την παροχή ενός προγράμματος κατάρτισης που περιλαμβάνει πιστοποιημένη εκπαίδευση των νοσηλευτών επιτήρησης λοιμώξεων (ΝΕΛ) επάνω στις βασικές και πιο προηγμένες αρχές IPC, καθώς και σεμινάρια κατάρτισης για κλινικούς ιατρούς, στελέχη νοσοκομείων και άλλους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας.
2. Ενίσχυση των Επιτροπών Ελέγχου Λοιμώξεων στα δέκα νοσοκομεία με εκπαιδευμένους Νοσηλευτές Επιτήρησης Λοιμώξεων και συνεχή υποστήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος.
3. Παρεμβάσεις που βελτιώνουν τις πρακτικές και μπορούν να μειώσουν τις νοσοκομειακές λοιμώξεις και την μικροβιακή αντοχή στα επιλεγμένα νοσοκομεία.
4. Βελτίωση της επιτήρησης των λοιμώξεων και της μικροβιακής αντοχής στα νοσοκομεία μέσω της ανάπτυξης μιας εθνικής βάσης δεδομένων για συστηματική παρακολούθηση, με στόχο όχι μόνο τον εντοπισμό προβληματικών περιοχών αλλά και την αξιολόγηση των παρεμβάσεων για τον επιτυχή έλεγχο των λοιμώξεων στα ελληνικά νοσοκομεία.
Το πρόγραμμα GRIPP-SNF πραγματοποιείται με την αποκλειστική δωρεά και χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, Υλοποιείται από το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (Ο.ΔΙ.Π.Υ.), το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), το Υπουργείο Υγείας, τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) και το Ινστιτούτο Βελτίωσης της Υγείας (IHI) της Αμερικής.