Γράφει ο Κυριάκος Σουλιώτης*
Στο τέλος της πανδημικής κρίσης και έχοντας διανύσει μια 12ετία παρεμβάσεων στον τομέα της υγείας, προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της κάλυψης των αναγκών υγείας των πολιτών και της συγκράτησης των δαπανών υγείας, είναι προφανές ότι απαιτείται ένα περισσότερο πλουραλιστικό μίγμα πολιτικής. Ειδικά στον τομέα του φαρμάκου, ο οποίος -εύλογα- συγκέντρωσε μεγάλο μέρος της προσοχής της κεντρικής διοίκησης, η ισορροπία αυτή, όπως έχει διαμορφωθεί, φαντάζει εξαιρετικά εύθραυστη.
Συγκεκριμένα, έπειτα από μια υπερπαραγωγή θεσμικού πλαισίου (είναι ενδεικτικό ότι μέσα σε 10 έτη από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης το κράτος παρενέβη περίπου 180 φορές στον τομέα του φαρμάκου με νόμους, υπουργικές αποφάσεις κ.λπ.), η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης έχει επιτευχθεί με μετακύλιση σημαντικού μέρους αυτής στα νοικοκυριά αλλά και τις επιχειρήσεις του κλάδου. Αντίστοιχα, η συμμετοχή του κράτους έχει υποχωρήσει από 80,7% το 2012 σε 50,4% το 2021, ενώ περίπου το 1/3 της δαπάνης καλύπτεται ουσιαστικά μέσω των μηχανισμών αυτόματων επιστροφών.
Είναι προφανές ότι οι συνθήκες αυτές διαμορφώθηκαν στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης και εν πολλοίς ήταν αναπόφευκτες, καθώς το ευρύτερο οικονομικό διακύβευμα για τη χώρα ήταν κρίσιμο. Ωστόσο, η επανάπαυση της κεντρικής διοίκησης σε έναν άκρως αποτελεσματικό αλλά ανορθολογικό τρόπο ρύθμισης της αγοράς ενδέχεται μεσο-μακροπρόθεσμα να έχει αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Ο πιο ορατός κίνδυνος αφορά στην απο-επένδυση του κλάδου και την εξασθένιση του οικονομικού του αποτυπώματος στη χώρα, παρά τις αναγνωρισμένες δυνατότητές του και την ήδη σημαντική συμβολή του στην προσπάθεια για επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης.
Πώς μπορούμε, όμως, να ελέγξουμε τη φαρμακευτική δαπάνη με πιο ορθολογικό τρόπο, χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του συστήματος υγείας συνολικά; Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της τεχνολογίας και τα ψηφιακά άλματα που έχει κάνει η χώρα τα τελευταία χρόνια, να επιμείνουμε στην καθολική εφαρμογή των κανόνων συνταγογράφησης, την αξιολόγηση των εκβάσεων και, στη βάση αυτών, την υιοθέτηση σύγχρονων μεθόδων αποζημίωσης. Επιπλέον, η αντιαναπτυξιακή προσέγγιση και το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον είναι απαραίτητο να αντικατασταθούν από ευρύτερα κίνητρα για επενδύσεις και ένα είδος «συμβολαίου σταθερού πλαισίου», εφόσον βέβαια υπάρξει ανταπόκριση στο «κάλεσμα» της πολιτείας για επενδύσεις.
Save by Spending
Μια πρόταση, η οποία έχει κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο από το 2019, αφορά στην υιοθέτηση της λογικής του “Save by Spending” και συγκεκριμένα τη χρήση ενός «συντελεστή συμβολής στην οικονομία», ο οποίος θα υπολογίζεται για κάθε εταιρεία του κλάδου στο τέλος του χρόνου και θα λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αποζημίωση των φαρμάκων. Ο συντελεστής θα βασίζεται σε τρία κριτήρια: α) απασχόληση, β) επένδυση στην έρευνα και γ) παραγωγή φαρμάκων στη χώρα. Σημειώνεται ότι οι διοικητικές και διαχειριστικές απαιτήσεις για την εφαρμογή του προτεινόμενου πλαισίου είναι ελάχιστες. Ουσιαστικά, η επιλογή αυτή μπορεί να αποτελέσει το όχημα για τη σταδιακή υποκατάσταση των εσόδων του κράτους μέσω αυτόματων επιστροφών, από έσοδα μέσω επενδύσεων. Είναι δε σημαντικό να τονιστεί ότι τα έσοδα των επενδύσεων έχουν πολλαπλασιαστική συμβολή στην οικονομία, ενώ οι αυτόματες επιστροφές καλύπτουν άμεσες ανάγκες του κράτους, συνήθως χωρίς επενδυτικό χαρακτήρα.
Εν κατακλείδι, η ατζέντα της πολιτικής φαρμάκου πρέπει να υπερβεί τη στενά δημοσιονομική οπτική που επικράτησε με αφετηρία την οικονομική κρίση, να εμπλουτισθεί και να συμπεριλάβει τόσο την κοινωνική όσο και την αναπτυξιακή διάσταση του συγκεκριμένου πεδίου. Επιπλέον, είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει η πολιτική που αφορά στην προσβασιμότητα των σχετικών δεδομένων δαπάνης και κατανάλωσης φαρμάκων που τηρεί η χώρα χάρη στην υλοποίηση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, προς όφελος της επιστήμης αλλά και προκειμένου να ενισχυθεί η τεκμηρίωση του περιεχομένου και η διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
*Ο Κυριάκος Σουλιώτης είναι Καθηγητής Πολιτικής Υγείας, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου