Η μόνιμη βλάβη των αρθρώσεων αλλά και των άλλων οργάνων, συμβαίνει στα πρώτα 1-2 χρόνια από την έναρξη των συμπτωμάτων, γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντική η έγκαιρη διάγνωση.
Γράφει ο Δημήτρης Καρόκης*
Πολλές φορές επικρατεί η λανθασμένη αντίληψη ότι οι ρευματικές παθήσεις προσβάλουν μόνο ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, με αποτέλεσμα την ελλιπή ενημέρωση σε σχέση με τις παθήσεις αυτές και σε πολλές περιπτώσεις τη μη έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση τους.
Όμως η αλήθεια είναι ότι οι ρευματικές παθήσεις αφορούν όλες τις ηλικίες και μπορούν να εμφανιστούν τόσο σε μικρά παιδιά όσο και σε υπερήλικες. Για παράδειγμα, η κύρια ηλικία εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι περίπου στα 40-50 έτη, του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου στα 20-50 έτη, της αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας και της ψωριασικής αρθρίτιδας, η τρίτη και η τέταρτη δεκαετία της ζωής.
Παρότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές όσον αφορά στην κατανομή στα δύο φύλα, δεν αποκλείεται η εμφάνιση τους σε γυναίκες και άνδρες. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι πιο συχνή στις γυναίκες σε αναλογία 3 προς 1, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος σε αναλογία γυναίκες/άνδρες 9 προς 1, ενώ αντίθετα η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα εμφανίζεται πιο συχνά στους άνδρες σε αναλογία 7 προς 1.
Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι αυτό που ξεκινά τη φλεγμονώδη διεργασία και αποτελεί την αιτία εμφάνισης των ρευματικών νοσημάτων, γνωρίζουμε όμως ότι υπάρχουν παράγοντες που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση τους όπως κληρονομικοί (γονιδιακοί) παράγοντες, περιβαλλοντικοί (λοιμώξεις, ρύπανση) παράγοντες, το κάπνισμα και η κακή διατροφή.
Εν γένει, οι ρευματικές παθήσεις περιλαμβάνουν μια μεγάλη ομάδα παθήσεων που αφορούν στο μυοσκελετικό μας σύστημα, ορισμένες εκ των οποίων – όπως οι αυτοάνοσες – μπορεί να προσβάλουν και άλλα συστήματα ή όργανα του ανθρώπου και να έχουν δυνητικά σοβαρές επιπλοκές για την υγεία. Τα συμπτώματά τους μπορεί να ποικίλλουν, ωστόσο υπάρχουν ορισμένα πιο χαρακτηριστικά που περιλαμβάνουν πόνο, δυσκαμψία, οίδημα κ.α.
Τα συμπτώματα
Οι περισσότερες φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις έχουν ως κύριο σύμπτωμα την αρθρίτιδα, εννοώντας τη φλεγμονή των αρθρώσεων που εκδηλώνεται με πόνο, διόγκωση (πρήξιμο) και δυσκαμψία των αρθρώσεων, συμπτώματα που συνήθως επιδεινώνονται τις πρωινές ώρες.
Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται η ρευματοειδής αρθρίτιδα με συχνότητα περίπου 0,8%, η ψωριασική αρθρίτιδα με συχνότητα περίπου 0,5%, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα με συχνότητα περίπου 0,4%, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος με συχνότητα περίπου 0,35%, το Σύνδρομο Sjogren με περίπου ίδια συχνότητα, και άλλες πιο σπάνιες παθήσεις όπως το σκληρόδερμα, οι μυοσίτιδες, οι συστηματικές αγγειίτιδες κ.λπ.
Εκτός της προσβολής των αρθρώσεων ένα ακόμα σημαντικό σύμπτωμα είναι και ο φλεγμονώδης πόνος στη μέση και εμφανίζεται χαρακτηριστικά στα νοσήματα της ομάδας της αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας. Πρόκειται για ένα διαφορετικό πόνο μέσης - σε σχέση με το συνήθη πόνο – ο οποίος είναι εντονότερος το πρωί και συνοδεύεται από δυσκαμψία, επιδεινώνεται με την ανάπαυση και βελτιώνεται με την κίνηση, ενώ αφυπνίζει τον ασθενή στο δεύτερο μισό της νύχτας και ανταποκρίνεται εντυπωσιακά στα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Άλλα πιθανά συμπτώματα, περιλαμβάνουν εξανθήματα (όπως ψωρίαση, εξάνθημα του λύκου, αγγειιτιδικό εξάνθημα), χαμηλό πυρετό, αίσθημα κόπωσης, ξηροστομία, ξηροφθαλμία, αναιμία, χαμηλό αριθμό λευκών ή αιμοπεταλίων, συμπτώματα από τους πνεύμονες κ.ά.
Η οστεοπόρωση συγκαταλέγεται σε μια άλλη κατηγορία των ρευματικών παθήσεων και μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σιωπηλή νόσος», εφόσον πρώτο σύμπτωμά της είναι το κάταγμα. Τα οστεοπορωτικά κατάγματα συνήθως προκύπτουν στη θωρακοοσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, στο ισχίο ή στον καρπό, και χαρακτηρίζονται ως «χαμηλής ενέργειας», που σημαίνει ότι δεν υπάρχει σοβαρή κάκωση που να δικαιολογεί τέτοια βλάβη. Στα κυριότερα αίτια της οστεοπόρωσης είναι η εμμηνόπαυση στις γυναίκες, η γοναδική ανεπάρκεια στους άνδρες, η μακροχρόνια λήψη κορτιζόνης, το χαμηλό σωματικό βάρος, το κάπνισμα και το οικογενειακό ιστορικό κατάγματος σε κάποιον γονέα. Η διάγνωση γίνεται με λήψη του ιστορικού και την κλινική εξέταση από τον ειδικό ιατρό, τον Ρευματολόγο και μέτρηση οστικής πυκνότητας, ενώ η θεραπεία με τη χρήση διφωσφονικών ή ειδικών μονοκλωνικών αντισωμάτων, με παράλληλη λήψη ασβεστίου και βιταμίνης D.
Οι εργαστηριακές εξετάσεις βοηθούν στην επιβεβαίωση της διάγνωσης και την παρουσίαση της γενικής κατάστασης του ασθενούς, όμως ο Ρευματολόγος είναι εκείνος που θα αξιολογήσει τη βαρύτητα της εξέτασης ανάλογα με τα συμπτώματα και την κλινική εικόνα του ασθενούς, ώστε να γίνει η διάγνωση ρευματικού νοσήματος.
Έγκαιρη διάγνωση και νέες στοχευμένες θεραπείες
Η έγκαιρη διάγνωση και η έναρξη της σωστής θεραπευτικής αγωγής είναι ύψιστης σημασίας στα ρευματικά νοσήματα για την άμεση καταπολέμηση της φλεγμονής, την πλήρη αποκατάσταση της καθημερινής λειτουργικότητας και την αποφυγή μόνιμης βλάβης και της επακόλουθης αναπηρίας. Συχνά οι ασθενείς αργούν να επισκεφθούν τον ειδικό γιατρό, για διάστημα αρκετών μηνών ή ακόμη και ετών, όμως η μόνιμη βλάβη των αρθρώσεων αλλά και των άλλων οργάνων, συμβαίνει στα πρώτα 1-2 χρόνια από την έναρξη των συμπτωμάτων, γι’ αυτό και η έγκαιρη διάγνωση είναι τόσο σημαντική.
Οι ενέργειες ενημέρωσης του κοινού των Συλλόγων Ασθενών, αλλά και των λοιπών ιατρικών ειδικοτήτων (γενικών ιατρών, παθολόγων, ορθοπαιδικών) με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, έχει βοηθήσει ως προς αυτή την κατεύθυνση. Κάθε ασθενής με τα συμπτώματα που έχουν προαναφερθεί, πρέπει άμεσα να επισκεφθεί ή να παραπεμφθεί στον ειδικό ιατρό, τον Ρευματολόγο.
Τα τελευταία 20 χρόνια ζούμε μια θεραπευτική επανάσταση όσον αφορά στη θεραπευτική αντιμετώπιση των ρευματικών νοσημάτων, με την ανακάλυψη και χρήση των βιολογικών παραγόντων και των νεότερων στοχευμένων θεραπειών.
Σημαντικός παράγοντας στα ρευματικά νοσήματα είναι η ορθή και ειλικρινής επικοινωνία ιατρού και ασθενούς. Ο σωστά ενημερωμένος και ενδυναμωμένος ασθενής μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τη νόσο του και να συμμετάσχει στην εξατομικευμένη - για την περίπτωση του - θεραπευτική απόφαση.
*Ο Δημήτρης Καρόκης, MD, MSc, είναι ρευματολόγος, πρόεδρος Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας και Επαγγελματικής Ένωσης Ρευματολόγων Ελλάδος