Περισσότερα από 1.000 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου καταγράφηκαν μέσω του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ.
Ειδικότερα, κατά τη χρονική περίοδο 2004-2023 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ συνολικά 1.133 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου. Η επίπτωση του νοσήματος παρουσίασε σημαντική πτωτική πορεία από το 2013 έως το 2022. Ειδικά την περίοδο της πανδημίας COVID-19, η επίπτωση της νόσου έφτασε στα χαμηλότερά της επίπεδα και αυτό αποδόθηκε στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων (κοινωνική αποστασιοποίηση, χρήση μάσκας, κλείσιμο σχολείων).
Το έτος 2023 η επίπτωση της νόσου αυξήθηκε, φτάνοντας σε προπανδημικά επίπεδα. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών, ακολουθούμενη από τις ηλικιακές ομάδες 5-14 ετών και 15-24 ετών. Στις ηλικιακές ομάδες άνω των 25 ετών η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου είναι ιδιαίτερα μικρή.
Στη χώρα μας, το 77,1% των περιπτώσεων μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου, όπου έγινε προσδιορισμός της οροομάδας, οφείλεται στην οροομάδα Β, ενώ 2η σε συχνότητα είναι η οροομάδα C. Η μέση ετήσια δηλούμενη θνησιμότητα για την χρονική περίοδο 2004-2023 είναι 0,031 θάνατοι ανά 100.000 πληθυσμού.
Όπως αναφέρει ο ΕΟΔΥ, η μηνιγγίτιδα είναι ένα νόσημα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ευρύ κοινό και ένα από τα θέματα που απασχολούν συχνά τη δημόσια υγεία. Με τον όρο βακτηριακή μηνιγγίτιδα εννοείται η οξεία λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος από βακτηρίδια με συμμετοχή των μηνίγγων. Στους υπεύθυνους λοιμογόνους παράγοντες περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων ο μηνιγγιτιδόκοκκος.
Μετάδοση και συμπτώματα
Η μετάδοση των λοιμογόνων παραγόντων γίνεται με άμεση επαφή από άτομο σε άτομο με σταγονίδια των αναπνευστικών εκκρίσεων. Πηγή εξάπλωσης αποτελούν οι ασυμπτωματικοί φορείς που υπολογίζονται στο 10% περίπου του γενικού πληθυσμού και φθάνουν ως το 25% των εφήβων και νεαρών ενηλίκων. Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος μπορεί να εκδηλωθεί ως μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα, σηψαιμία ή και τα δύο.
Κατά τις πρώτες ώρες, οι αρχικές κλινικές εκδηλώσεις συγχέονται συχνά με αυτές μιας ιογενούς λοίμωξης και για το λόγο αυτό η διάγνωση αρχικά είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μηνιγγίτιδα εκδηλώνεται σε ποσοστό 30-60% των ασθενών με μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο. Μεγαλύτερα παιδιά ηλικίας >5 ετών εμφανίζουν πυρετό, κεφαλαλγία, εμέτους, φωτοφοβία, διέγερση, αυχενική δυσκαμψία. Εάν η νόσος δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα, ο ασθενής εμφανίζει στη συνέχεια κώμα και σπασμούς. Σε ποσοστό 20-30% η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος εκδηλώνεται με εικόνα σηψαιμίας. Πετεχειώδες ή πορφυρικό εξάνθημα εκδηλώνεται σε ποσοστό 40-80% των περιπτώσεων.
Η αρχική αντιμετώπιση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου απαιτεί την έγκαιρη χορήγηση μιας κεφαλοσπορίνης 3ης γενιάς, όπως η κεφτριαξόνη ή κεφοταξίμη, ακόμα και από το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών. Μεγάλη σημασία έχει η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση του shock, σε περίπτωση σηψαιμίας, με την χορήγηση υγρών και ινοτρόπων παραγόντων, καθώς και με αναπνευστική υποστήριξη. Σε σοβαρές περιπτώσεις μηνιγγίτιδας ενδείκνυται η χορήγηση δεξαμεθαζόνης.
Προληπτικά μέτρα
Σε περίπτωση εμφάνισης κρούσματος μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου, χημειοπροφύλαξη πρέπει να λάβουν το ταχύτερο δυνατό όλα τα άτομα που ήρθαν σε στενή επικίνδυνη και παρατεταμένη επαφή με το κρούσμα σε διάστημα 7 ημερών πριν την έναρξη των συμπτωμάτων αυτού, εφόσον δεν υπάρχουν ιατρικές αντενδείξεις. Η χημειοπροφύλαξη πρέπει να χορηγείται ιδανικά το πρώτο 24ωρο μετά την ταυτοποίηση του πρώτου κρούσματος και δεν έχει νόημα, αν έχουν παρέλθει περισσότερες από 10 ημέρες από την επαφή με το κρούσμα.
Ως επικίνδυνες επαφές θεωρούνται:
• Τα άτομα του οικιακού περιβάλλοντος.
• Τα άτομα που σε ομαδική διαβίωση κοιμούνται στον ίδιο θάλαμο.
• Τα άτομα που είχαν στενή επαφή με το κρούσμα ή τις αναπνευστικές εκκρίσεις του (π.χ. στενοί φίλοι, ερωτικοί σύντροφοι, ιατροί και νοσηλευτές που κατά την προσαγωγή του κρούσματος ήρθαν σε στενή επαφή με τον ασθενή ή τις εκκρίσεις του π.χ. τεχνητή αναζωογόνηση, διασωλήνωση κλπ).
• Οι επιβάτες που κάθονταν δίπλα στο κρούσμα κατά τη διάρκεια αεροπορικής πτήσης > 8 ωρών.
• Τα παιδιά και οι ενήλικες που είχαν επαφή με το κρούσμα στα πλαίσια εκπαιδευτικού ιδρύματος όπου φοιτούσε το κρούσμα (παιδικός σταθμός/νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο, Πανεπιστήμιο).
Φάρμακο εκλογής αποτελεί η ριφαμπικίνη, που χορηγείται δυο φορές την ημέρα για 2 ημέρες: σε βρέφη <1 μηνός σε δόση 5mg/kg, σε βρέφη >1 μηνός σε δόση 10mg/kg και σε ενήλικες σε δόση 600mg. Ριφαμπικίνη δεν χορηγείται σε έγκυες. Μπορεί επίσης να χορηγηθεί κεφτριαξόνη σε μια δόση ενδομυϊκά των 250mg σε ενήλικες και 125mg σε παιδιά <15 ετών ή σιπροφλοξασίνη σε μια δόση των 500mg από το στόμα σε ενήλικες. Τα αντιβιοτικά αυτά επιτυγχάνουν αποτελεσματική μείωση της ρινοφαρυγγικής φορείας και εκρίζωση του μηνιγγιτιδόκοκκου (κατά 90 – 95%).
Σε περίπτωση εμφάνισης κρούσματος σε παιδικό σταθμό/νηπιαγωγείο χημειοπροφύλαξη πρέπει να χορηγείται σε όλα τα παιδιά και το προσωπικό που παρακολουθούν το ίδιο τμήμα ή και στις άλλες τάξεις, αν υπάρχει συγχρωτισμός διαρκείας. Σε περίπτωση εμφάνισης κρούσματος σε Δημοτικό σχολείο, Γυμνάσιο, Λύκειο κλπ., χημειοπροφύλαξη χορηγείται μόνο στα παιδιά που είχαν στενή επαφή με τον ασθενή (π.χ. στενοί φίλοι, παιδιά που κάθονται στο ίδιο θρανίο κλπ.) και όχι σε όλη την τάξη. Χημειοπροφύλαξη πρέπει επίσης να χορηγείται και σε άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με τον ασθενή κατά τη διάρκεια εξωσχολικών δραστηριοτήτων (φροντιστήρια, γυμναστήρια).
Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος προλαμβάνεται με εμβολιασμό. Οι οροομάδες του μηνιγγιτιδόκοκκου για τις οποίες υπάρχει εμβόλιο είναι οι: A, B, C, Y και W135.
Χρήσιμες συμβουλές
- Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος είναι σοβαρή και χρειάζεται έγκαιρη διάγνωση και επείγουσα θεραπεία με αντιβιοτικά.
- Χημειοπροφύλαξη πρέπει να λάβουν το ταχύτερο δυνατό όλα τα άτομα που ήρθαν σε στενή επικίνδυνη επαφή με κρούσμα διεισδυτικής μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου σε διάστημα 7 ημερών πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων αυτού.
- Ο εμβολιασμός αποτελεί αποτελεσματικό μέτρο στην πρόληψη της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου.