Επιστολή προς την ηγεσία του υπουργείου υγείας απέστειλε ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης (ΙΣΘ), χαιρετίζοντας την απόφαση της κυβέρνησης να αναδιαρθρώσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η αναγκαιότητα αυτή επιβεβαιώθηκε και από την πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ΙΣΘ (εταιρεία ερευνών και δημοσκοπήσεων To The Point- Νοέμβριος 2023), στην οποία από τους ερωτηθέντες πολίτες μόνο το 1/4 είναι ικανοποιημένο από τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας του δημόσιου τομέα.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή, «η κατάσταση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας καθημερινά καθίσταται προβληματικότερη. Οι αποχωρήσεις γιατρών λόγω συνταξιοδοτήσεων, υπερεργασίας και χαμηλών αμοιβών είναι καθημερινές. Θέσεις γιατρών ΕΣΥ που προκηρύσσονται δεν πληρούνται και βγαίνουν άγονες, καθώς οι νέοι γιατροί, υπό τις παρούσες συνθήκες εργασίας στο ΕΣΥ, αναζητούν εργασία στο εξωτερικό. Ειδικότερα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, πρέπει να επισημάνουμε την υποστελέχωση των αναισθησιολογικών τμημάτων των νοσοκομείων, όπου οι γιατροί εργάζονται σε συνθήκες “burnout”, με ότι αυτό συνεπάγεται, προκειμένου να καλύψουν τις βασικές ανάγκες λειτουργίας των νοσοκομείων (επείγοντα χειρουργεία κλπ)».
Η Θεσσαλονίκη δεν έχει ειδικά νοσοκομεία
Όπως επισημαίνει ο ιατρικός κόσμος της Θεσσαλονίκης στην επιστολή προς την ηγεσία του υπουργείου υγείας, «την κατάσταση επιδεινώνει και η ιδιαιτερότητα των νοσοκομείων Θεσσαλονίκης, συγκριτικά με αυτά των Αθηνών, όπου ελλείψει ειδικών νοσοκομείων, κατά τις γενικές εφημερίες τους, αυτά να δέχονται όλα τα περιστατικά (Παιδιατρικά, Μαιευτικά και Ορθοπεδικά). Επίσης, οι πρόσφατες αποφάσεις των διοικήσεων των Υγειονομικών Περιφερειών για μετακινήσεις γιατρών του παθολογικού τομέα, σε δομές εκτός νοσοκομείου όπου εργάζονται, δημιουργεί μεγάλη δυσλειτουργία στα τμήματα που υπηρετούν και φυσικά διαταράσσει τον οικογενειακό προγραμματισμό τους. Οι δε συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται αυτή η μετακίνηση (χαμηλές αποζημιώσεις διανυκτερεύσεων, μετακίνηση με ΚΤΕΛ κλπ) δεν συνάδουν με το επίπεδο των γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας».
Ο ΙΣΘ καταλήγει ότι «υπό αυτές τις συνθήκες η εξαγγελθείσα λειτουργία του ΕΣΥ, με χειρουργεία τις απογευματινές ώρες (αυτονόητη για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες), καθίσταται άκρως προβληματική. Κατά την άποψη μας, πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν ώστε το εγχείρημα αυτό να μπορεί να έχει επιτυχή έκβαση, προς το συμφέρον των ασθενών. Απαραίτητη, δε, προϋπόθεση θεωρούμε πως πρέπει να είναι οι προσλήψεις νέου προσωπικού στα νοσοκομεία μετά από εξορθολογισμό των αμοιβών σε επίπεδα χωρών με ανάλογο ΑΕΠ της Ελλάδος. Η δε ελεύθερη επιλογή γιατρού από τον ασθενή, στην οποία όλοι πιστεύουμε, προκειμένου να γίνει πράξη, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα συμμετοχής όλων των γιατρών (ιδιωτικού και δημοσίου τομέα) σε αυτή τη μεγάλη θεσμική αλλαγή λειτουργίας των νοσοκομείων».
Ο ΙΣΘ ζητά ξεκάθαρο εργασιακό καθεστώς
Σε ό,τι αφορά την υλοποίηση του νόμου που προβλέπει την άσκηση ιδιωτικού έργου από τους γιατρούς του ΕΣΥ, «θεωρούμε πως για να επιτύχει πρέπει να προβλέπει ξεκάθαρο εργασιακό καθεστώς εκείνων που θέλουν να απασχοληθούν στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό θα πρέπει για όσους επιλέξουν και ιδιωτικό έργο να γίνει με μετατροπή των θέσεων πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησής σε θέσεις part time, ώστε για κάθε μια θέση γιατρών του ΕΣΥ να προκύψουν 2 θέσεις part time. Με αυτό τον τρόπο θα δίδεται η δυνατότητα πάλι με ξεκάθαρο εργασιακό καθεστώς και «επί ίσοις όροις» σε γιατρούς του ιδιωτικού τομέα να απασχοληθούν στο ΕΣΥ. Αυτή η ρύθμιση θα συμβάλει και στην ανάσχεση της μετανάστευσης των νέων γιατρών. Συμπερασματικά θεωρούμε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του κοινού μας στόχου, που είναι η αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας, είναι η αξιοποίηση όλων των γιατρών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στο νέο ΕΣΥ. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με σπασμωδικά και ημιτελή μέτρα που δημιουργούν ανισότητες ευκαιριών. Για τον λόγο αυτό, καθώς οι παρατηρήσεις μας κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, ζητούμε να ενσωματωθούν στις επικείμενες νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης».