Σημαντικές εξελίξεις σημειώνονται στο θεραπευτικό πεδίο της λεύκης, ανοίγοντας νέους δρόμους για αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της και μία καλύτερη ποιότητας ζωής για τους πάσχοντες. Νέες καινοτόμες θεραπείες έχουν προστεθεί στη «φαρέτρα» των δερματολόγων, οι οποίες επιτυγχάνουν αναχαίτηση της νόσου και επαναχρωματισμό του δέρματος, με ταχύτητα και ασφάλεια.
Η λεύκη είναι μια επίκτητη αυτοάνοση μη μεταδοτική δερματοπάθεια, στην οποία η τμηματική απώλεια της χρωστικής του δέρματος που ονομάζεται μελανίνη προκαλεί λευκές ή ροζ κηλίδες αποχρωματισμένου δέρματος. Οι αποχρωματισμένες περιοχές του δέρματος μπορούν να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος, αν και συχνότερα εντοπίζονται στη ραχιαία επιφάνεια των χεριών, στο πρόσωπο, στον λαιμό, στις μασχαλιαίες περιοχές και σε περιοχές τριβής και πίεσης (αγκώνες, γόνατα, ραχιαία επιφάνεια ποδιών, πλευρά). Άχρωμες κηλίδες επίσης μπορούν να εμφανιστούν σε περιοχές που έχει προηγηθεί τραυματισμός του δέρματος.
Η νόσος προκαλείται από την απώλεια των μελανοκυττάρων, δηλαδή των κυττάρων που είναι υπεύθυνα για το χρώμα του δέρματος. Ο πιο κοινός τύπος της, η μη τμηματική λεύκη, είναι μια αυτοάνοση διαταραχή κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται σε ορισμένα μελανοκύτταρα και τα καταστρέφει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι λευκές κηλίδες στο δέρμα. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της είναι η απορρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος, η γενετική ευαισθησία και το περιβαλλοντικό στρες.
Περί τους 100.000 οι πάσχοντες στην Ελλάδα
Στη χώρα μας πάσχει από λεύκη περίπου το 1% του πληθυσμού, δηλαδή περί τους 100.000 πολίτες. Η πάθηση εμφανίζεται τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά, με παρόμοια συχνότητα σε όλα τα φύλα και τις εθνικότητες. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, εντούτοις, τα αρχικά συμπτώματα εκδηλώνονται συνήθως πριν από την ηλικία των 30 ετών.
«Η λεύκη δημιουργεί έντονα αισθητικά προβλήματα, λόγω των δυσχρωμιών που προκαλεί, χωρίς όμως να απειλεί τη σωματική υγεία των πασχόντων. Πολύ συχνά επίσης δημιουργεί έντονα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, στις εκτεταμένες μορφές της νόσου, κυρίως όταν αυτές εντοπίζονται στα σκουρόχρωμα δέρματα και έτσι επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής των ατόμων που πάσχουν από αυτή», ανέφερε σε συνέντευξη τύπου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για τη νόσο, ο Δρ. Ιωάννης Μπάρκης, Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. και Πρόεδρος της Ελληνικής Δερματολογικής & Αφροδισιολογικής Εταιρείας (ΕΔΑΕ).
Νέες καινοτόμες θεραπείες
Οι θεραπείες που χρησιμοποιούνται στη λεύκη είναι οι τοπικές θεραπείες (κορτικοστεροειδή και αναστολείς καλσινευρίνης), η φωτοθεραπεία, η από του στόματος χορήγηση στεροειδών καθώς και νεότερες θεραπείες υπό μορφή κρέμας. Υπάρχουν επίσης και τεχνικές χειρουργικής μεταμόσχευσης, που εφαρμόζονται σε ορισμένους μόνο ασθενείς καθώς και θεραπείες αποχρωματισμού σε περίπτωση εκτεταμένης λεύκης. Οι στόχοι της θεραπείας είναι να σταματήσει η εξέλιξη της νόσου, να προαχθεί η επαναμελάγχρωση και να αποτραπούν οι υποτροπές της νόσου.
«Η ανταπόκριση στις μέχρι σήμερα υπάρχουσες θεραπείες δεν είναι ικανοποιητική, γιατί επιτυγχάνεται μερική αποκατάσταση του χρώματος στο πάσχον δέρμα. Τα νέα θεραπευτικά δεδομένα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, καθώς έχουν αναπτυχθεί και εγκριθεί νέες καινοτόμες θεραπείες για την αντιμετώπιση της λεύκης με υψηλά ποσοστά ανταπόκρισης, γεγονός που μας δίνει σημαντικότατη αισιοδοξία για το μέλλον», τόνισε κος Μπάρκης.
Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε σε νέα καινοτόμα θεραπεία σε μορφή κρέμας (JAK αναστολέας), τη μοναδική με απόλυτη ένδειξη τη λεύκη, η οποία -όπως χαρακτηριστικά τόνισε- παρεμβαίνοντας στον παθογενετικό μηχανισμό της νόσου, μπορεί να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα. Η θεραπεία δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα, ωστόσο χορηγείται μέσω Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ), με κάλυψη από τον ΕΟΠΥΥ.
Όπως επεσήμανε ο Πρόεδρος της ΕΔΑΕ είναι σημαντικό οι πάσχοντες να απευθυνθούν στο δερματολόγο τους, προκειμένου να προχωρήσουν σε ένα πλάνο θεραπευτικής συνεργασίας και όχι μόνο να αναχαιτιστεί η εξέλιξη της νόσου αλλά και να επαναχρωματιστεί το δέρμα σχετικά σύντομα και με μεγάλη ασφάλεια.
«Είναι σημαντικό οι ασθενείς να επισκέπτονται έγκαιρα τον δερματολόγο τους, καθώς μόνο σε συνεργασία μαζί του θα βρεθεί η κατάλληλη θεραπευτική διαδρομή και θα δουν πραγματικά τα συμπτώματα να υποχωρούν σημαντικά και τη ζωή τους να βελτιώνεται», δήλωσε.
Συχνές συννοσηρότητες
Η λεύκη έχει αυτοάνοσο υπόβαθρο και υψηλή επιβάρυνση στη ζωή του ασθενούς. Η διάγνωσή της βασίζεται στην κλινική εικόνα του πάσχοντα, λαμβάνοντας υπόψη και το οικογενειακό ιστορικό. Σε δύσκολες περιπτώσεις ο δερματολόγος μπορεί να λάβει βιοψία δέρματος από την πάσχουσα περιοχή. Τέλος, οι εξετάσεις αίματος είναι σημαντικές για τον εντοπισμό πιθανών συννοσηροτήτων, όπως η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς ή ο σακχαρώδης διαβήτης.
«Οι ασθενείς με λεύκη ενδέχεται να πάσχουν και από κάποιο άλλο αυτοάνοσο νόσημα, όπως είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Άλλα νοσήματα που μπορεί να συνυπάρχουν είναι η γυροειδής αλωπεκία και η ατοπική δερματίτιδα», ανέφερε η Δρ. Ηλέκτρα Νικολαΐδου, Καθηγήτρια Δερματολογίας - Αφροδισιολογίας, Α΄ Κλινική Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., Νοσοκομείο Αφροδισίων & Δερματικών Νόσων «Ανδρέας Συγγρός», τονίζοντας ότι οι ασθενείς με λεύκη αναφέρουν σημαντική επιβάρυνση στην ποιότητα ζωής τους από τη νόσο.
Μια μελέτη αξιολόγησης του φορτίου της λεύκης (VALIANT), στην οποία συμπεριλήφθηκαν 3.541 άνθρωποι με λεύκη από 17 χώρες, επιβεβαίωσε την ψυχοκοινωνική επιβάρυνση και τον αντίκτυπό της στην ψυχική υγεία.
• Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η λεύκη επηρεάζει την καθημερινή ζωή και τη συναισθηματική ευεξία των ασθενών.
• Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς (55,0%) ανέφεραν συμπτώματα μέτριας έως σοβαρής κατάθλιψης.
• 9 στους 10 ασθενείς έχουν βιώσει στιγματισμό λόγω της λεύκης τους και 3 στους 5 ασθενείς ανέφεραν ότι η λεύκη είχε αρνητική επίδραση στην αυτοεκτίμησή τους.
• Οι πιο συχνές ψυχοκοινωνικές συννοσηρότητες που περιγράφονται στις μελέτες είναι η κατάθλιψη, το άγχος, η κοινωνική φοβία, το αισθήματα στιγματισμού, οι διαταραχές προσαρμογής, οι διαταραχές ύπνου, η συμπεριφορά αποφυγής και περιορισμού, και οι δυσκολίες στη σχέση.
Στις μελέτες οι παράγοντες που συσχετίστηκαν με σημαντικά υψηλότερη ψυχοκοινωνική επιβάρυνση περιλάμβαναν το γυναικείο φύλο, την ύπαρξη βλαβών σε ορατές περιοχές (π.χ. χέρια, πρόσωπο) ή στις περιοχές των γεννητικών οργάνων, την ηλικία < 30 ετών (ιδιαίτερα τους έφηβους) και την έκταση της βλάβης.