Περίπου το 8% της συνολικής δαπάνης υγείας στην Ελλάδα αφορά στη διαχείριση του καρκίνου, ο οποίος σύμφωνα με εκτιμήσεις σε λίγα χρόνια θα αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Το ποσό αυτό εκτιμάται περί το 1,35 δισ. ευρώ, με το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ανέρχεται στο 9% – 9,5%.
Η διασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης όλων των σταδίων της ογκολογικής φροντίδας αποτελεί βασικό αίτημα των ασθενών που έρχονται αντιμέτωποι με τη νόσο. Ο καρκίνος δε συνεπάγεται μόνο φάρμακα, επεμβάσεις και νοσηλείες. Συνεπάγεται, παράλληλα, όλη την υποστήριξη των πασχόντων και των οικογενειών τους, ώστε να μπορούν να επιστρέψουν στην εργασία τους, στην κοινωνία και στην καθημερινότητά τους. Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται μία ολιστική στρατηγική για την ογκολογική φροντίδα και συνεπώς επαρκείς πόροι, σε όλα τα στάδιά της. Περαιτέρω έμφαση οφείλει να δοθεί στην πρόληψη και στην ευαισθητοποίηση του πληθυσμού για την υιοθέτηση πιο υγιεινών προτύπων ζωής.
Τα παραπάνω ανέφερε ο Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης των Τεχνολογιών Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Κώστας Αθανασάκης, σε συνέντευξη τύπου σχετικά με την ανάγκη επίσπευσης της ανάπτυξης και εφαρμογής ενός Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για τον Καρκίνο. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάστηκε πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, η οποία βασίζεται σε μία βέλτιστη πρακτική του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.), τη στοχευμένη αξιοποίηση «επιδοτήσεων και φόρων υγείας».
Παραδοσιακά εργαλεία χρηματοδότησης
Όπως επεσήμανε ο Καθηγητής, στην Ελλάδα οι δαπάνες υγείας συντίθεται κατά 62% από δημόσιους πόρους και 38% από ιδιωτικούς, όταν στην Ευρώπη τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 78% και 22 %, αντίστοιχα.
Παραδοσιακά, βασικές ροές δημόσιας χρηματοδότησης του συστήματος Υγείας είναι η γενική φορολογία και οι ασφαλιστικές εισφορές. Όσον αφορά στη γενική φορολογία, περίπου το 10% των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης κατευθύνεται στην υγεία, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 15%. Το ποσοστό αυτό (10%) αποτελεί το περίπου 30% της δαπάνης Υγείας (50% της δημόσιας) και παραμένει σχεδόν αμετάβλητο τις τελευταίες δεκαετίες. Οι ασφαλιστικές εισφορές συνιστούν το υπόλοιπο 50% της δημόσιας δαπάνης και είναι πολύ δύσκολο να αυξηθούν στο μέλλον, λόγω δημογραφικού προφίλ και υστερήσεων της οικονομίας.
Συνολικά, η δημόσια δαπάνη υγείας υστερεί κατά 1,5% του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Νέα εργαλεία χρηματοδότησης
Σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη, αν αποφασίσουμε να αυξήσουμε την δημόσια δαπάνη μέσω νέων Εργαλείων όπως είναι οι «επιδοτήσεις και φόροι υγείας», 440 εκατ. ευρώ θα πρέπει να αποδοθούν για τη διαχείριση του καρκίνου. Σε συνδυασμό με τα είδη αποδιδόμενα χρήματα για την νόσο μπορούν να συστήσουν ένα Εθνικό Ταμείο για τον Καρκίνο με αρχικό προϋπολογισμό 1,4 δισ. ευρώ.
Το προτεινόμενο «σχέδιο» προβλέπει τη δέσμευση πόρων από ένα μέρος των εσόδων που προέρχονται από τη διαφορική φορολογία σε προϊόντα με τεκμηριωμένη αρνητική επίδραση στην επίπτωση του καρκίνου, σε ετήσια βάση. Ωστόσο, η εφαρμογή ενός φόρου Υγείας θα πρέπει να συνοδεύεται και από επιδοτήσεις των υγιεινών συμπεριφορών, μειώνοντας στοχευμένα φορολογικούς συντελεστές σε αγαθά, όπως φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Ως παράδειγμα πρότασης αναφέρθηκε η επιστροφή του 13% της δαπάνης για φρούτα και λαχανικά στα νοικοκυριά, μέσω κατάθεσης της σχετικής απόδειξης αγοράς σε ειδική πλατφόρμα.
«Μέσω αυτής της πολιτικής επιτυγχάνεται ένα κρίσιμο τρίπτυχο. Πρώτον, το φορολογικό σύστημα λειτουργεί “παιδευτικά” μέσω μίας μορφής “συνυπευθυνότητας” στην κατανάλωση αγαθών που επιβαρύνουν την επίπτωση του καρκίνου. Δεύτερον, συνιστά μία έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης της κοινωνίας προς μία από τις πλέον ευάλωτες ομάδες συμπολιτών μας, τους ογκολογικούς ασθενείς και τις οικογένειές τους. Τρίτον, δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος για την επαρκή χρηματοδότηση της εθνικής στρατηγικής αντιμετώπισης του καρκίνου, όπως έχει πρόσφατα δεσμευθεί το υπουργείο Υγείας και η ελληνική Κυβέρνηση», εξήγησε ο Καθηγητής. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι βασική προϋπόθεση για την ορθή εφαρμογή του μέτρου είναι η αποκλειστική κατεύθυνση του αποτελέσματος του φόρου (earmarking) στην υγεία, καθώς με αυτόν τον τρόπο προάγεται η αποδοχή του, η δικαιοσύνη και η αποτελεσματικότητά του.