Αντίρροπες δυνάμεις φάνηκαν να συγκρούονται στις αγορές μετά το πρώτο «σήμα» που δόθηκε από τη Fed για την πορεία του πληθωρισμού και των επιτοκίων, αλλάζοντας κατά πολύ τους όρους του παιχνιδιού και ανοίγοντας το δρόμο για αναπροσαρμογή των χαρτοφυλακίων.
Η μη παροδικότητα του αυξημένου πληθωρισμού, η αναθεώρηση προς τα πάνω των εκτιμήσεων της Fed κατά 1% στο 3,4% για φέτος (όπως και του δομικού πληθωρισμού στο 3,3% από 2%), και η πιθανή επίσπευση των διαδικασιών για ένα σταδιακό tapering, δημιούργησε ένα ντόμινο πιέσεων και νευρικότητας στις αγορές που έδειξαν απροετοίμαστες για κάτι τέτοιο, έχοντας φυσικά και το quadruple witching, την ταυτόχρονη λήξη δηλαδή των futures και options σε δείκτες και μετοχές. Ουσιαστικά η Fed, έδειξε να θέλει να διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο για τις αγορές, τις οικονομίες και φυσικά για τις επιχειρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα, που θα στοιχειοθετείται από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και του κόστους των πρώτων υλών λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, το ξεκαθάρισμα των υγιών επιχειρήσεων και το μερικό τέλος των «ζόμπι» και της στρέβλωσης σε τμήματα των αγορών.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι κινήσεις που καταγράφηκαν στις αγορές μετοχών την Παρασκευή έδειξαν ένα σταδιακό repricing στις κινήσεις της Fed, στην κυκλικότητα και στο reflation trade, ενώ ο συνδυασμός των ακριβών αποτιμήσεων σε τμήματα αυτών και της αλλαγής πολιτικής επιφέροντας ένα ήπιο κλείσιμο θέσεων. Στην αμερικανική αγορά ομολόγων υπήρξε μια περαιτέρω επιπεδοποίηση της καμπύλης, καθώς αυξήθηκαν τα yields στους τίτλους βραχυπρόθεσμης λήξης, με το 2ετές που εκφράζει μια μεγαλύτερη ευαισθησία στις κινήσεις της Fed να ενισχύεται στο 0,256%, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο από το Μάρτιο του 2020, ενώ το 30ετές υποχώρησε στο χαμηλότερο σημείο από τα μέσα Φεβρουαρίου, στο 2,015%.
Ωστόσο το πιο ενδιαφέρον σημείο αποτυπώθηκε στον δείκτη 5y5y OIS διατραπεζικής αγοράς που αποτυπώνει τις προσδοκίες των επενδυτών για το μέγιστο επίπεδο του βασικού επιτοκίου στη διατραπεζική. Έτσι, όταν νωρίτερα μέσα στο έτος πυροδοτήθηκε ένα sell off στους μακροχρόνιους τίτλους, ο δείκτης αυξήθηκε περίπου στο 2,40%, υποδηλώνοντας πως οι traders θεώρησαν ότι ο επόμενος κύκλος αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής θα μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τον τελευταίο. Μετά τη συνάντηση της Fed την Τετάρτη, ο δείκτης κινήθηκε πτωτικά στο 1,94%, ενώ την Παρασκευή, έφτασε στο 1,71% (χαμηλότερο σημείο από τις αρχές Φεβρουαρίου), φανερώνοντας πως οι αγορές των futures αμφισβήτησαν ευθέως τις επιθετικότερες δηλώσεις του Μπούλαρντ της St. Louis Fed, (για μια ακόμη πιο πρόωρη αύξηση των επιτοκίων στο τέλος του 2022), που πιθανώς να θέλησε να δοκιμάσει τις αντοχές των αγορών.
Συμπληρωματικά σε αυτό, η Fed πιθανώς να είναι «καταδικασμένη» να αντιδράσει πιο αργά, καθώς η κυριαρχία της στην αγορά ομολόγων θα πρέπει πιθανώς να συνεχίσει να υφίστανται καλύπτοντας ένα τεράστιο όγκο πρόσθετου χρέους που φέρνει η κυβέρνηση Μπάιντεν μέσω του προϋπολογισμού ύψους 6 τρισ. δολαρίων για το 2022. Επιπλέον, εφόσον η Fed δεν κατάφερε να αυξήσει τα επιτόκια πάνω από το 2,5% κατά τη διάρκεια του τελευταίου κύκλου σύσφιξης της νομισματικής της πολιτικής και έπρεπε μάλιστα να τα μειώσει σε αρκετές συναντήσεις πριν την έλευση της πανδημίας, γιατί θα μπορούσε να αυξήσει τώρα, ειδικά σε ένα μοντέλο ανάπτυξης δύο ταχυτήτων, που έχει στηριχθεί και συνεχίζει να στηρίζεται στο χρέος;
Κάπως έτσι, η ρηχή εγχώρια αγορά δεν έμεινε ανεπηρέαστη στις υποτροπές του διεθνούς κλίματος, που «αρέσκεται» να ακολουθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τις ανοδικές κινήσεις, ενώ και η χάραξη διαφορετικής γραμμής σε αυτό το κάδρο που δημιουργήθηκε θα αποτελούσε ένα εξαιρετικό δύσκολο εγχείρημα. Έτσι, η βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας για τη φετινή χρονιά που επισημάνθηκε και από τους ξένους οίκους, όπως από την Scope, την BofA και την ING (εμπροσθοβαρής βελτίωση των εκτιμήσεων), με «μοχλό» την καλύτερη εικόνα που διαμορφώθηκε στο α' τρίμηνο και τις αναμενόμενες εισροές των ευρωπαϊκών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, φαίνεται να πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Και αυτό διότι ο κίνδυνος μιας ισχυρής διόρθωσης στις διεθνείς αγορές και η αβεβαιότητα γύρω από τις μεταλλάξεις του κορονοϊού, ειδικά της Delta, που σαρώνει τη Βρετανία προκαλώντας ανησυχίες για μετάδοση μέσω της άρσης των ταξιδιωτικών περιορισμών και την πρόκλησης ενός νέου πανδημικού «κύματος», αποτελούν τους παράγοντες που κρατούν υπό πίεση την αγορά, που δείχνει σε αυτό το διάστημα να μην πείθει. Αυτό αποτυπώνεται άλλωστε και από την περιορισμένη ζήτηση και την έλλειψη διάθεσης ανάληψης πρόσθετου ρίσκου από τους επενδυτές, με τον τζίρο να υποχωρεί σημαντικά στις τελευταίες συνεδριάσεις (στην τελευταία συνεδρίαση υπήρξε «ωραιοποίηση» της εικόνας του τζίρου λόγω του rebalancing και του quadruple witching).
Παράλληλα, ένας επιπλέον λόγος που η εγχώρια αγορά δεν κινείται με την ίδια ένταση στις θετικές προσδοκίες για την οικονομία, είναι και οι δρομολογούμενες κεφαλαιακές αυξήσεις τόσο της Alpha Bank όσο και της Ελλάκτωρ μετά των Τρ. Πειραιώς και Aegean που ουσιαστικά αποτελούν ανασχετικό παράγοντα ανόδου, αφαιρώντας ρευστότητα, όπως και οι ομολογιακές εκδόσεις, ενώ ακολουθούν και οι αποκοπές μερισμάτων δεικτοβαρών μετοχών. Έτσι, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα το Χρηματιστήριο πιθανώς να πιεστεί περαιτέρω, με τους επενδυτές να διατηρούν κάποιες αποστάσεις, αναμένοντας ευκαιρίες εισόδου σε μετοχές με ισχυρά θεμελιώδη, με διεύρυνση της έκθεσης σε τίτλους με αμυντικά χαρακτηριστικά, καθώς και το καλοκαίρι αναμένεται να είναι ιδιαίτερα θερμό με την μεταβλητότητα να αυξάνεται (κυρίως από τη μεριά των διεθνών αγορών). Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, η εικόνα δείχνει να βελτιώνεται, εάν δεν υπάρξουν νέες προκλήσεις ως προς το σκέλος των μεταλλάξεων του στελέχους του κορονοϊού, ή στο διεθνές και γεωπολιτικό μέτωπο, χωρίς να παραβλέπεται το επίπεδο έντασης της δημοσιονομικής προσαρμογής μετά τη σταδιακή άρση των μέτρων στήριξης. Αναλυτές εξάλλου, έχουν κρούσει τον «κώδωνα του κινδύνου», επισημαίνοντας, πως η πανδημία πλήττει ανομοιογενώς τόσο τις ευρωπαϊκές χώρες όσο και τους κλάδους των οικονομιών, προκαλώντας πιθανώς μεγαλύτερες ανισορροπίες τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Έτσι, το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης που είναι μακρόπνοης δυναμικής αναμένεται να έχει μια σταδιακή επίδραση στις αποτιμήσεις των εισηγμένων και με βάση τη γενικότερη υπό διαμόρφωση εικόνα της οικονομίας αλλά και με βάση την υλοποίηση των projects που ενσωματώνονται σε αυτό, οδηγώντας σε σημαντικό repricing μεσοπρόθεσμα, εφόσον υπάρξει ταχεία και σωστή εφαρμογή με βάση τα «σφιχτά» χρονοδιαγράμματα.