Η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία βρίσκονται στην πιο ευάλωτη θέση, εάν η Ρωσία αποφασίσει να διακόψει τη ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, όπως υποστηρίζει σε νέα έκθεσή της η Fitch.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, η Γερμανία και η Αυστρία δεν διαθέτουν βιώσιμες - βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα - εναλλακτικές στο σκέλος της ενέργειας, ενώ η Ιταλία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φυσικού αερίου στο ενεργειακό της μείγμα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Όπως υποστηρίζει, η απότομη υποχώρηση των ροών φυσικού αερίου υποδηλώνει ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου ως ένα πολιτικό εργαλείο. Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη μειώνει την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, αλλά οι περιορισμοί στον εφοδιασμό και τις υποδομές σημαίνουν ότι μπορεί να χρειαστούν περισσότερα από τρία χρόνια για να αντισταθμιστεί η πλήρης απώλεια του ρωσικού εφοδιασμού.
Παράλληλα, ο δείκτης ευπάθειας και ευαλωτότητας της Fitch δείχνει ότι εντός της ΕΕ, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης εξαρτώνται λιγότερο από το ρωσικό αέριο από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με τις περισσότερες να έχουν χαμηλή έως μέτρια άμεση έκθεση. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη απόκλιση στη Δυτική Ευρώπη και η περιοχή στο σύνολό της θα αντιμετωπίσει ένα σοβαρό μακροοικονομικό σοκ εάν διακοπεί ο εφοδιασμός από τη μεριά της Ρωσίας.
Επειδή τα ιστορικά δεδομένα στον δείκτη ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν πλήρως τα τελευταία βήματα που σημειώθηκαν για τη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο, η Fitch λαμβάνει επίσης υπόψη παράγοντες, όπως η διαφοροποίηση των εισαγωγών, η ικανότητα επαναεριοποίησης με LNG και οι συνεχιζόμενες πολιτικές απαντήσεις που δίνονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η έκθεση της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Αυστρίας να κρίνεται «Υψηλή», για την Ελλάδα «Μεσαία» και για τις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης «Χαμηλή».
Επίσης, η Fitch δε θεωρεί πως η ικανότητα αποθήκευσης (η οποία είναι υψηλή στην Αυστρία) αποτελεί ένα παράγοντα - «κλειδί» για την Ευρώπη, καθώς τα αποθέματα θα εξαντλούνταν τάχιστα το χειμώνα.
Η θέση του οίκου γίνεται ακόμη πιο δυσοίωνη καθώς όπως σημειώνει, μια αρκετά επιδεινωμένη μακροοικονομική προοπτική αλλά και ο υψηλός πληθωρισμός θα ασκούσαν πρόσθετη πίεση στα δημοσιονομικά των χωρών. Αυτό θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στις αξιολογήσεις, ιδιαίτερα όπου οι δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας είναι αδύναμες σε σύγκριση με τις αξιολογήσεις άλλων κρατών.
Να υπενθυμίσουμε παράλληλα πως σε περαιτέρω επί τα χείρω αναθεώρηση των αναπτυξιακών προοπτικών της Ευρωζώνης προχώρησε η Morgan Stanley, εξαιτίας των αυξανόμενων αντιξοοτήτων και των εντάσεων που επικρατούν στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας, με τους οικονομικούς δείκτες να υποδεικνύουν ήδη μια συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Έτσι, ο Jens Eisenschmidt, επικεφαλής οικονομολόγος της Morgan Stanley για την Ευρώπη, αναμένει πλέον μια ελαφρώς βαθύτερη ύφεση στην περιοχή, με αφετηρία το τέταρτο τρίμηνο, αλλά και μια βραδύτερη ανάκαμψη προς το δεύτερο, πλέον, εξάμηνο του 2023. Στο βασικό του σενάριο ο αμερικανικός οίκος, διατηρεί σταθερό τον πήχη της ανάπτυξης για φέτος στο 2,9%, (ελαφρώς υψηλότερα από το consensus του 2,8%), ενώ τον χαμηλώνει στο -0,2% από 0,3% προηγουμένως για το 2023, όταν το consensus αναμένει ακόμη, μια αναιμική ανάπτυξη της τάξεως του 0,8%.
Όπως σημειώνει ο Eisenschmidt, η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου επιταχύνθηκε σημαντικά κατά τις τελευταίες εβδομάδες (σε συνδυασμό με τις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος), εντείνοντας περαιτέρω τις ανησυχίες για μια πλήρη διακοπή της ροής και ασκώντας περαιτέρω πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στις επενδύσεις των εταιρειών. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα αρνητικά νέα στο ενεργειακό μέτωπο ξεπερνούν σαφώς και επισκιάζουν τις θετικές εξελίξεις σε άλλα μέτωπα και περιοχές, όπως κυρίως της σταδιακής αποκλιμάκωσης των πιέσεων στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας της χαλάρωσης των πολιτικών που εφαρμόζονταν στην Ασία για την πανδημία του κορονοϊού.