«Μισογεμάτο» βλέπει το ποτήρι των προοπτικών των ευρωπαϊκών τραπεζών η Deutsche Bank για το επόμενο έτος, καθώς η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, οι απώλειες δανείων αναμένεται να αυξηθούν αλλά έχουν περάσει ευρέως στις τίτλους, ο πληθωρισμός του κόστους αποτελεί μια πρόκληση, αλλά συνεχίζει να υπερισχύει το θετικό σκέλος, ενώ οι ισχυροί κεφαλαιακοί δείκτες παρέχουν κάποια άνεση και επιτρέπουν την υψηλή απόδοση κεφαλαίου.
Χάρη στα υψηλότερα επιτόκια, η σημαντικότερη πηγή εσόδων των τραπεζών ενισχύθηκε σημαντικά. Η Deutsche Bank αναμένει ότι αυτή η δυναμική θα συνεχιστεί, με τις όποιες αντιξοότητες από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και την επιβράδυνση της αύξησης των δανείων να είναι διαχειρισιμη καθώς και από τους περιορισμένους κινδύνους από τη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών. Συνολικά, αναμένει ένα σύνθετο ετήσιο ποσοστό αύξησης στα καθαρά έσοδα από τόκους NII CAGR της τάξεως του 12%.
Η ποιότητα του ενεργητικού είναι ισχυρότερη εδώ και δεκαετίες, με τα ευάλωτα ανοίγματα των ευρωπαϊκών τραπεζών να είναι σε μεγάλο βαθμό διαχειρίσιμα σε επίπεδο κλάδου, ενώ τα υψηλα προ προβλέψεων κέρδη μπορούν να αντισταθμίσουν αυτόν τον παράγοντα. Επιπλέον, ο γερμανικός οίκος αναμένει ότι οι απώλειες δανείων θα αυξηθούν το 2023, αλλά οι καθοδικοί κίνδυνοι παραμένουν σε περίπτωση μιας πιο σοβαρής ύφεσης. Ωστόσο, με τις πρόσφατες «κορυφές» στο κόστους κινδύνου, οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαπραγματεύονται με χαμηλότερο από 9x 2024 EPS, τον ιστορικό μέσο όρο τους, και θα εξακολουθούσαν να δημιουργούν ROTE περίπου 8%, υποδηλώνοντας ότι ένα μεγάλο μέρος του καθοδικού κινδύνου έχει ήδη τιμολογηθεί.
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι ο πληθωρισμός κόστους θα παραμείνει μια δύσκολη ενότητα για το 2023, αν και η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους θα υπεραντισταθμίσει και θα βελτιώσει τους δείκτες κόστους - εσόδων. Το επόμενο έτος η αύξηση των εσόδων είναι πιθανό να επιβραδυνθεί, όπως και ο πληθωρισμός κόστους και οι ρυθμιστικές εισφορές πρόκειται να προσφέρουν κάποια ανακούφιση. με αποτέλεσμα ένα ακόμη έτος θετικών λειτουργικών παραγόντνων το 2024 κατά την άποψή της.
Οι ισχυροί δείκτες κεφαλαίου όχι μόνο παρέχουν κάποια άνεση υπό το πρίσμα των μελλοντικών κινδύνων ύφεσης, αλλά επιτρέπουν επίσης τη συνεχή υψηλή απόδοση κεφαλαίου – περίπου 9% και άνω του κεφαλαίου της αγοράς μέσω μερισμάτων και buybacks, παρά τον υψηλότερο ρυθμιστικό έλεγχο.
Υπό αυτό το πρίσμα αυξάνει την έκθεσή της σε τράπεζες στην Ευρωζώνη, με προσθήκη της ABN AMRO & Banco BPM κα κατάργηση της BAWAG και της Nordea, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο ρίσκο, ενώ διατηρεί μια ποιοτική προτίμηση στην κερδοφορία, στις αποδόσεις των κεφαλαίων και στην ποιότητα του ενεργητικού εξαιτίας των κινδύνων ύφεσης.
Παράλληλα, για τις ελληνικές τράπεζες οι προτιμήσεις και οι τιμές στόχοι ορίζονται ως εξής: για την Εθνική Τράπεζα η σύσταση είναι «buy» και η τιμή στόχος στα 5,10 ευρώ για την Alpha Bank στα 1,6 ευρώ με σύσταση «buy», ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς και τη Eurobank, η σύσταση είναι «ουδέτερη», με τιμές στόχους τα 1,6 ευρώ και 1,5 ευρώ, αντίστοιχα.