Καθησυχαστική δείχνει να εμφανίζεται η Morgan Stanley για την πορεία των ευρωπαϊκών τραπεζών μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature Bank αλλά και της εμπιστοσύνης που κλονίζεται από την «αντίπερα όχθη του Ατλαντικού».
Οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου εκτιμούν ότι η ισχυρή ρευστότητα και η δομή των ισολογισμών στην Ευρώπη θα επιτρέψουν στις ευρωπαϊκές τράπεζες να αποφύγουν οποιαδήποτε αναγκαστική ρευστοποίηση των χαρτοφυλακίων ομολόγων και swaps. Η Morgan Stanley αναμένει μια αύξηση στα beta των καταθέσεων στο 30% έως τα τέλη του έτους, γεγονός που θα οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα τα περιθώρια στο δεύτερο εξάμηνο του 2023, επιτρέποντας, ωστόσο, στον κλάδο να εμφανίσει μια υγιή κερδοφορία το 2024.
Σε σύγκριση με τις αμερικανικές τράπεζες, ο ευρωπαϊκός κλάδος ξεκινά από ένα υψηλότερο σημείο ρευστότητας (ο μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητας διαμορφώνεται στο 149% έναντι ελάχιστης απαίτησης 100%) και χαμηλότερη αύξηση των δανείων (περίπου 2% έναντι 11% ετησίως στις ΗΠΑ), κάτι που εξηγεί γιατί ο ανταγωνισμός γύρω από το πλέγμα των καταθέσεων είναι λιγότερο έντονος στην Ευρώπη.
Παράλληλα, ο αμερικανικός οίκος δεν αναμένει τυχόν αναγκαστικές ρευστοποιήσεις χαρτοφυλακίων ομολόγων στην Ευρώπη, καθώς τα χαρτοφυλάκια hedges - ομολόγων του κλάδου αποτελούν το 30% της καταθετικής βάσης, ενώ ακόμα και εάν προστεθούν τα στεγαστικά δάνεια χωρίς swap, το ποσοστό είναι μικρότερο του 50%. Εάν συγκριθεί με το γεγονός ότι οι προθεσμιακές καταθέσεις στην Ευρώπη αποτελούν το 15% του συνόλου των καταθέσεων, οι αναλυτές θεωρούν απίθανη μια αλλαγή στο μείγμα αυτό, να προκαλέσει ένα αρνητικό «carry» και να αναγκάσει μια τράπεζα να κλείσει τα hedges.
Σε επίπεδο Ευρωζώνης, οι αναλυτές εκτιμούν ότι το συσσωρευμένο beta διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή στο 14%, την ώρα που στις ΗΠΑ είναι στο 23%. Στα μοντέλα τους υποθέτουν ότι αυτό θα αυξηθεί στο 30% προς τα τέλη του έτους, με τα περιθώρια να φτάνουν στο ανώτατο σημείο τους το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Συνολικά, κάθε αύξηση 5% στο beta των καταθέσεων μειώνει τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) του 2024 περίπου κατά 3%.
Η Morgan Stanley εκτιμά ότι τα χαμηλότερα επίπεδα των καταθέσεων δύναται να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό, με την τάση αυτή ωστόσο να αναμένεται να λάβει μια πιο σταδιακή μορφή εκδήλωσης. Ειδικότερα, οι καταθέσεις του Ιανουαρίου ήταν μειωμένες κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση στην Ευρωζώνη, αλλά αυξημένες κατά 1,4% σε σύγκριση με τα επίπεδα του Ιουνίου του 2022. Οι αναλυτές υποθέτουν πως για κάθε μείωση των καταθέσεων κατά 1%, ο μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητας μειώνεται κατά 3%, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 149% για το σύνολο του κλάδου. Οι ίδιοι εκτιμούν ότι το σημείο εκκίνησης για τους «παίκτες» με μεγάλα μερίδια αγοράς και οι «δεξαμενές» καλυμμένων ομολόγων που είναι διαθέσιμες για έκδοση παρέχουν ένα άνετο περιθώριο για να αποφευχθεί η όποια απότομη κλιμάκωση του ανταγωνισμού.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Morgan Stanley διατηρεί την εποικοδομητική της στάση για τον κλάδο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Όπως επισημαίνει, η αστάθεια και η εμπιστοσύνη θα μπορούσαν να επηρεάσουν το κόστος των ιδίων κεφαλαίων βραχυπρόθεσμα, με τον μετοχές του κλάδου να παραμένουν φθηνές, υπό τη βάση ενός επαρκώς συντηρητικού δείκτη P/E χαμηλότερα του 8x (που λαμβάνει η Morgan Stanley), και με ένα υψηλό discount 40% έναντι της ευρύτερης αγοράς.
Συνεπώς, η Morgan Stanley προτιμά κορυφαίες τράπεζες στο σκέλος των καταθέσεων λιανικής οι οποίες εκτιμά ότι θα καταγράψουν υψηλότερα βιώσιμα NIM (καθαρό επιτοκιακό περιθώριο). Οι κορυφαίες επιλογές της στην Ευρώπη είναι οι Caixabank, Intesa, Commerzbank, ING με σύσταση «overweight» και «underweight» σύσταση για την Credit Agricole SA.