Με παρακαταθήκη τις ιδιαίτερα υψηλές αποδόσεις που κατέγραψε το μεγαλύτερο τμήμα των εισηγμένων της εγχώριας αγοράς στο πρώτο εξάμηνο, την ιδιαίτερα αυξημένη συναλλακτική δραστηριότητα που προσεγγίζει τα 108 εκατ. ευρώ και την περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών, το Χρηματιστήριο Αθηνών ετοιμάζεται να εισέλθει δυναμικά στο δεύτερο μισό του τρέχοντος έτους.
Μπορεί το 37,52% σε επίπεδο απόδοσης Γενικού Δείκτη και το 57,52% για τον τραπεζικό δείκτη να «ηχεί» κάπως εκκωφαντικά και μάλιστα σε μια εξαμηνιαία βάση, αλλά η χρόνια υποαπόδοση και η αδυναμία πρόσδεσης στο ανοδικό «άρμα» της διεθνούς τάσης δικαιολογεί και με το παραπάνω την προσπάθεια διαφοροποίησης της εγχώριας αγοράς και την τάση κλεισίματος της «ψαλίδας» έναντι των μεγάλων διεθνών αγορών και μάλιστα σε ένα εύθραυστο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σκηνικό.
O Οκτώβριος του 2022 αποτέλεσε την απαρχή της ισχυρής ανοδικής κίνησης, με το Γενικό Δείκτη να πραγματοποιεί 31 ανοδικά εβδομαδιαία κλεισίματα από τα συνολικά 39, και να αναρριχάται από τις 783 προς τις 1.278 μονάδες πλέον. Πέραν αυτού μετά από 9,5 έτη συνεχόμενης πτώσης και φυγής κεφαλαίων (2007 - 2016) η εγχώρια αγορά εισέρχεται σε ένα μια χρονική σειρά με κυρίαρχο αίσθημα την αναζήτηση κατεύθυνσης και ανάκτησης της επενδυτικής εμπιστοσύνης με αρκετές ενδείξεις εξόδου από το στενό εύρος τιμών (range) της τελευταίας εξαετίας, με αλλαγή πολικότητας και τοποθέτησης στο «άρμα» μιας μακροχρόνιας ανοδικής τάσης.
Να σημειωθεί πως παρά την ισχυρή ανάκαμψη από τον περσινό «πυθμένα», οι ελληνικές μετοχές εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά φθηνές, τόσο σε σχέση με τους ιστορικούς μέσους όρους όσο και σε σχέση με τις αντίστοιχες μετοχές των αναδυόμενων αγορών και της παγκόσμιας αγοράς. Ο δείκτης forward P/E του ελληνικού δείκτη αναφοράς είναι στο 8x, ενώ ο δείκτης τιμής προς λογιστική αξία μόλις που ξεπερνά το 1x, σε σύγκριση με το 16x και 2,6x, αντίστοιχα, για τις ανεπτυγμένες αγορές και 11x και 1,5x για τις αναδυόμενες. Οι συμπιεσμένοι δείκτες αποτίμησης των ελληνικών μετοχών τις καθιστούν μια εξαίρεση μεταξύ των αναδυόμενων αγορών, λαμβάνοντας υπόψη το χαμηλό επιτόκιο της χώρας. Το ασφάλιστρο κινδύνου των μετοχών, που ορίζεται ως η απόδοση των μελλοντικών κερδών έναντι της απόδοσης του εγχώριου δεκαετούς, είναι υψηλότερα από το 8%, κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, και είναι επίσης από τα υψηλότερα στις ανεπτυγμένες αγορές. Αυτό υποδηλώνει πως υπάρχει ένα σημαντικό περιθώριο για μια ενίσχυση των δεικτών αποτίμησης των μετοχών, καθώς η διάθεση ανάληψης περαιτέρου ρίσκου βελτιώνεται.
Ομοίως, η συνολική κεφαλαιοποίηση της εγχώριας αγοράς μετοχών αντιπροσωπεύει σήμερα μόλις το 30% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλότερο από τους ιστορικούς μέσους όρους και από τις περισσότερες άλλες χώρες, παρά τη δραματική συρρίκνωση του ίδιου του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρει στο insider.gr ο Κωνσταντίνος Αϋφαντόπουλος, διαχειριστής χαρτοφυλακίων στην Iolcus Investments, «η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά έχει καταγράψει σημαντικές αποδόσεις από την αρχή του έτους (+40%) και έχει υπεραποδόσει σε σχέση με όλους τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες.
Η επενδυτική βαθμίδα των ελληνικών ομολόγων που αποτέλεσε βασικό «καταλύτη» το προηγούμενο διάστημα έχει προεξοφληθεί σε μεγάλο βαθμό και οι αποδόσεις στο ελληνικό χρέος έχουν αποκλιμακωθεί σε επίπεδα χαμηλότερα της Ιταλίας η οποία διατηρεί την επενδυτική βαθμίδα στα κρατικά της ομόλογα. Παρά τα παραπάνω, θεωρούμε πως συντρέχουν προϋποθέσεις να συνεχιστεί η ανοδική κίνηση το επόμενο διάστημα στο Χρηματιστήριο.
Eνδεικτικά:
- η αποτίμηση των ελληνικών μετοχών, με βάση την κερδοφορία των εισηγμένων, παρελθούσα ή μελλοντική (forward P/E), ή με βάση τη λογιστική αξία (P/BV), υπολείπεται σημαντικά σε σύγκριση με αντίστοιχες μετοχές των διεθνών αγορών
- η πιθανή αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου από αναδυόμενη σε ανεπτυγμένη αγορά θα έχει μεσοπρόθεσμα θετικό αντίκτυπο στις τιμές των μετοχών, σε εξαγορές εισηγμένων εταιρειών και σε νέες εισαγωγές
- το σημαντικό μέγεθος του Ταμείο Ανάκαμψης (16,6% ΑΕΠ) που θα προσφέρει φθηνή χρηματοδότηση και επιχορηγήσεις για τις ελληνικές εταιρείες καθώς και για μεγάλα δημόσια έργα αποτελεί σημείο αναφοράς για την ελληνική οικονομία τα επόμενα έτη και θα επιδράσει σημαντικά στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
- Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχεδόν ολοκληρώσει τις προσπάθειες για την μείωση των κόκκινων δανείων και σταδιακά συγκλίνουν με το μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό των NPEs, η κερδοφορία τους επιτρέπει τη διανομή μερισμάτων από το 2024, ενώ ταυτόχρονα έχουν δρομολογηθεί για το τελευταίο τρίμηνο του 2023 τα placements των μετοχών που διατηρεί το ΤΧΣ στις τράπεζες με αποτέλεσμα την αύξηση της ελεύθερης διασποράς».
Από την άλλη, υπάρχουν αρκετά ανοιχτά «μέτωπα» που χρήζουν βελτίωσης, όπως είναι η ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ελκυστικότητας, η αντιστροφή της τάσης της χαμηλής ρευστότητας και των δημόσιων προτάσεων, η ενδυνάμωση του κλίματος για νέες εισαγωγές και dual listing και η διεύρυνση των επενδυτικών «εργαλείων» και των φορολογικών κινήτρων, ώστε να αρχίζει υπό ρεαλιστικά όρους, να βλέπει, το Χρηματιστήριο την ένταξη στο «χάρτη» των ανεπτυγμένων αγορών. Ένα εγχείρημα με αυξημένο βαθμό δυσκολίας που προϋποθέτει και απαιτεί φυσικά, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την ελληνική οικονομία.
Στο τεχνικό σκέλος, ο Γενικός Δείκτης είναι πολύ κοντά στο να ενεργοποιήσει σε μακροπρόθεσμο γράφημα τον πρώτο σχηματισμό αντιστροφής (double bottom), με την υπέρβαση των 1.379,42 μονάδων (neckline). Επιπρόσθετα, η ενεργοποίηση θα σημάνει και επίσημα την αντιστροφή της τάσης στο Χρηματιστήριο. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε, πως το παραπάνω επίπεδο αποτελεί την κορυφή που δημιούργησε τον χαμηλότερο πυθμένα των τελευταίων ετών (420,82 μονάδες), άρα μας δίνει την πληροφορία ότι αποτελεί μια πολύ ισχυρή αντίσταση. Στη περίπτωση υπέρβασης των 1.379,45 μονάδων, θα έχουμε ενεργοποίηση του σχηματισμού και σύμφωνα με τη θεωρία του διπλού πυθμένα, η τιμή θα προσεγγίσει το 200% του Fibonacci, μέσω δύο πιθανών σεναρίων.
Το πρώτο, αφορά την ανοδική διάσπαση των 1.379,45 μονάδων, με τον Γενικό Δείκτη να συνεχίζει σε υψηλότερα επίπεδα, πραγματοποιώντας ένα ισχυρό «ράλι» μέχρι να προσεγγίσει το 200%. Το δεύτερο πιθανό σενάριο έγκειται, στο να διασπαστεί το επίπεδο των 1.379,45 μονάδων και εν συνέχεια να «συναντήσει» ο Γενικός Δείκτης τον ΚΜΟ 200 στις 1.421 μονάδες, όπου θα λειτουργήσει ως μια ιδιαίτερα ισχυρή αντίσταση, με αποτέλεσμα τη διόρθωση από το 23,6% μέχρι το 38,2% και με την ολοκλήρωση αυτής, να συνεχίσει εκ νέου ανοδικά για το 200%.