«Μάχη σώμα με σώμα» εκτυλίσσεται μεταξύ Eurobank (5,65 δισ. ευρώ) και Εθνικής Τράπεζας (5,34 δισ. ευρώ), καθώς κάτι περισσότερο από 300 εκατ. ευρώ φαίνεται να είναι η απόσταση που τις χωρίζει σε επίπεδο κεφαλαιοποιήσεων στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Βέβαια η κάθε μία έχει τα δικά της δυνατά σημεία στα οποία υπερτερεί και μπορούν να κρίνουν τη «μάχη», έστω και στις λεπτομέρειες.
Έτσι, με τον κύκλο της ΕΚΤ να ολοκληρώνεται, τα βλέμματα στρέφονται στη συγκράτηση του κόστους των καταθέσεων που θα αποτελέσει έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες γύρω από την απόδοση των καθαρών εσόδων από τόκους (αν και μετάβαση προς αυτές φαίνεται σταδιακά να επιβραδύνεται), αλλά και στο σκέλος των συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A).
Από τη μία λοιπόν, η Εθνική Τράπεζα μπορεί να υπερτερεί σε επίπεδο κεφαλαίων και φθηνότερης βάσης καταθέσεων (υψηλό ποσοστό retail καταθεσεων, οι οποίες έχουν χαμηλότερο κόστος και είναι περισσότερο «sticky»), καθώς οι προθεσμιακές αποτελούν μόλις το 20% του συνόλου, ενώ για τη Eurobank φτάνει το 30% σε επίπεδο εγχώριας βάσης και στο 32% σε επίπεδο ομίλου (Νοτιοανατολική Ευρώπη), ωστόσο η δεύτερη διαθέτει μια άκρως πιο διαφοροποιημένη βάση κερδοφορίας μέσω της παρουσίας της, στην Κύπρο, τη Βουλγαρία και τη Grivalia. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM) για την Εθνική Τράπεζα φτάνει στις 297 μονάδες βάσης, ενώ για τη Eurobank στις 257 μονάδες βάσης, που ενισχύεται προς τις 272 μονάδες βάσης σε επίπεδο ομίλου, καθώς στο τμήμα της Ν.Α Ευρώπης το NIM φτάνει στις 318 μονάδες βάσης.
Επιπλέον, ενώ η Εθνική διαθέτει μια «δύναμη πυρός» ύψους 7 δισ. ευρώ σε επίπεδο ρευστότητας (συνυπολογίζοντας την αποπληρωμή TLTRO και την καθαρή διατραπεζική θέση), για συγχωνεύσεις, εξαγορές και ενίσχυση των επενδυτικών της θέσεων σε χρεόγραφα, από την άλλη, έρχεται να λειτουργήσει ως «game changer» για τη Eurobank η σταδιακή ενοποίηση των δραστηριοτήτών της Ελληνικής Τράπεζας μετά την εξαγορά του 7,2%, που ανεβάζει τη συμμετοχή της στο 55,3%.
Κάπως έτσι, η Eurobank έρχεται, πρώτον, να χαμηλώσει το κόστος της συνολικής καταθετική της βάσης μέσω της Ελληνικής Τράπεζας και κατα δεύτερον, να ενισχύσει σημαντικά τη ρευστότητάς της. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Τράπεζα διαθέτει δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 499%, με 6 δισ. τοποθετημένα στην ΕΚΤ (εξαιρουμένων TLTROs ύψους 2,3 δισ. ευρώ) καρπώνοντας το όφελος της αύξησης των επιτοκίων, οδηγώντας έτσι τη Eurobank σε μια ρευστότητα άνω των 11 δισ. ευρώ. Λογικά η Ελληνική αναμένεται να βάλει γύρω στα 300 εκατ. ευρώ ευρώ στη Eurobank - για το 100% το οποίο θα είναι γύρω στα 20% του ομίλου του χρόνου - ή περίπου 100 μονάδες υψηλότερο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, ROTE, «κόβοντας» περίπου 100 μονάδες βάσης από το δείκτη CET1.
Να σημειωθεί πως η Εθνική διαθέτει χαμηλοτερο beta καταθεσεων της τάξεως του 9% έναντι 18% για τη Eurobank και αυτή τη στιγμή η αγορα την αποτιμά με μεγαλύτερο P/TBV απο τη Eurobank, θεωρώντας ότι μπορεί να κάνει μια καλύτερη διαχείριση του κόστους των καταθέσεων, οδηγώντας σε πιο διατηρήσιμες αποδοσεις ιδιων κεφαλαιων μεσοπροθεσμα.
Ο δείκτης κεφαλαίου προσαρμοσμένου στον κίνδυνο (RAC) της Eurobank ήταν στο 5,5% στα τέλη του 2022 και πλέον η Standard & Poor's, αναμένει να προσεγγίσει το 5,8% - 6,3% μέχρι τα τέλη του 2025. Επιπλέον, μόλις υλοποιηθεί η ενοποίηση σε επίπεδο ομίλου, ο αντίκτυπος στα κεφάλαια θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερός, αν και θα εξαρτηθεί τελικά από τους τελικούς όρους της συναλλαγής, όπως έχει αναφέρει ο αμερικανικός οίκος. Από την άλλη, ο οίκος εκτιμά ότι η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας δεν θα αποδυναμώσει το χρηματοοικονομικό προφίλ της Eurobank καθώς η κυπριακή τράπεζα διαθέτει ένα ισορροπημένο προφίλ χρηματοδότησης και υγιείς δείκτες ποιότητας ενεργητικού.
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διαμορφώνεται στις 260 μονάδες βάσης για την κυπριακή τράπεζα, ενώ βασική πηγή του αυξημένου καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου είναι τα υψηλότερα έσοδα από τόκους από τοποθετήσεις στην κεντρική τράπεζα (+42% σε τριμηνιαία βάση με μέσο επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (DFR) της ΕΚΤ στο 3,17% για το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι 2,35% για το πρώτο τρίμηνο) και σε μικρότερο βαθμό από τα υψηλότερα έσοδα από τόκους από τίτλους (+27% σε τριμηνιαία βάση) και δάνεια (+7% σε τριμηνιαία βάση), που αντισταθμίζονται από το υψηλότερο κόστος έκδοσης τίτλων Tier II που εκδόθηκαν τον Μάρτιο του 2023. Παράλληλα, ο δείκτης NPE της κυπριακής τράπεζας, φτάνει στο 3,3% με δείκτη κάλυψης στο 51%, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το γεγονός πως το 99,6% των νέων δανειακών ανοιγμάτων της μετά το 2018, εξυπηρετείται κανονικά.
Από τη πλευρά της, η Ambrosia Capital εκτιμά πως η ισχυρή ανάκαμψη στα καθαρά έσοδα από τόκους και η ισχυρή αύξηση των προμηθειών, ειδικά μετά το 2023 χάρη στην αύξηση των AUM και σε συνδυασμό με τη συνεχή έμφαση που δίνεται ως προς τη διαχείριση του κόστους, αναμένεται να οδηγήσουν σε δείκτες ROTE της τάξεως του 14,8% - 12,5% - 12,3% για την Εθνική και στο 14,9% - 12,7% - 12,8% για τη Eurobank το 2023 - 2025 (δεν έχει γίνει ακόμη αναβάθμιση των εκτιμήσεων μετά τα αποτελέσματα και την αναθεώρηση του guidance των τραπεζών).
Η Eurobank έχει λοιπόν τη δυνατότητα να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα την κερδοφορία της για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αλλά και η Εθνική μπορεί να κρατά κρυμμένους άσσους στο μανίκι της...
Αποποίηση Ευθυνών: Το παρόν άρθρο έχει αμιγώς ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί ούτε μπορεί να θεωρηθεί προτροπή ή σύσταση αγοράς, πώλησης ή διακράτησης μετοχών. Οι αρθρογράφοι και το insider.gr δεν φέρουν καμία ευθύνη για οποιαδήποτε πράξη από πλευράς των αναγνωστών ή άλλων τρίτων.