Εύλογα ερωτήματα και ποικίλους προβληματισμούς φαίνεται πως έχουν προκαλέσει ευρύτερα στην αγορά, οι επιλογές και οι χειρισμοί της διοίκησης της ΕΧΑΕ ως προς τον κανονισμό που προωθεί και πιο συγκεκριμένα ως προς τα όρια σχετικά με την ελεύθερη διασπορά.
Ως προς το ζήτημα της ελάχιστης διασποράς των μετοχών των εισηγμένων, τα νέα όρια, σύμφωνα με τα όσα είχε κάνει γνωστά προ μηνών ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΧΑΕ, κ. Γιάννος Κοντόπουλος θα είναι στο 25% για τις εταιρείες με κεφαλαιοποίηση χαμηλότερη των 200 εκατ. ευρώ και 15% για εταιρείες με υψηλότερη κεφαλαιοποίηση.
Σύμφωνα με τη διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών, οι βασικοί άξονες των αλλαγών εντάσσονται στο να διασφαλιστεί ότι οι εισηγμένες στην κύρια αγορά θα έχουν την ελάχιστη απαιτούμενη κεφαλαιοποίηση, διασπορά και συναλλακτική δραστηριότητα και για αυτό θεσπίζεται και το κατώτατο όριο κεφαλαιοποίησης, ενώ οι μικρότερες εταιρείες θα προωθούνται στην εναλλακτική αγορά. Βασικός γνώμονας, η διατήρηση κατ’ ελάχιστον του ποσοστού διασποράς, τη στιγμή που θα υπάρχει πολύ μικρή ανοχή σε εταιρείες που η διασπορά τους υποχωρεί χαμηλότερα του 10%.
Με βάση λοιπόν αυτό το σενάριο και με τα μέχρι στιγμής δεδομένα σε επίπεδο αποτιμήσεων, πλειάδα εισηγμένων, ακόμη και από την υψηλή κεφαλαιοποίηση κινδυνεύει να βρεθεί εκτός αγοράς, εάν και όποτε ενεργοποιηθεί το παραπάνω μοντέλο, αν και θα δοθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα προσαρμογής.
Το ζήτημα που προκύπτει βέβαια, είναι γιατί η διοίκηση του Χρηματιστηρίου πιέζει προς τη λήψη αυτών των μέτρων και τι επιδιώκει, καθώς στις αρχές της ανάληψης των καθηκόντων του, ο κ. Κοντόπουλος είχε τονίσει πως χρειαζόταν να βρεθεί κάτι, με μια αξία 1 - 2 δισ. ευρώ που θα περάσει στην κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου, όπως και έγινε με το ΔΑΑ, αλλά από την άλλη, οδηγεί στην πόρτα της εξόδου αρκετές μικρομεσαίες - και όχι μόνο - εταιρείες - που μέχρι στιγμής δεν καλύπτουν το πλαίσιο που οραματίζεται (ακολουθούν και άλλες, λόγω επικείμενων deals που δύναται να οδηγήσουν σε δημόσια πρόταση), διαμορφώνοντας σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, ένα Χρηματιστήριο, για λίγους και ισχυρούς ομίλους, όπως άλλωστε, έμμεσα, συμβαίνει και τώρα, καθώς ξένοι θεσμικοί και μεγάλα funds κοιτάζουν σταθερά και μόνο - και εύλογα πιθανότατα - ένα γκρουπ μετοχών της υψηλής κεφαλαιοποίησης και του τραπεζικού κλάδου.
Το πλάνο της διοίκησης του ΧΑ, εδράζεται περισσότερο στην ιδέα άσκησης υψηλών πιέσεων σε μερίδα εισηγμένων, που επιμένουν να κρατούν έρμαιες τις μετοχές τους σε ένα πολύ περιορισμένο μετοχολόγιο και σε ένα καθεστώς μόνιμης αδράνειας. Κύκλοι της αγοράς, που δε θέλησαν να κατονομαστούν, επισημαίνουν στο insider.gr, πως τα μέτρα Κοντόπουλου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, προκειμένου να αυξηθεί η διασπορά και η εμπορευσιμότητα όσο το δυνατόν περισσότερων εταιρειών και κατά συνέπεια και η αποτελεσματικότητα της αγοράς, ενώ δε νοείται να υφίστανται εισηγμένες εταιρείες οι οποίες δεν έχουν καμία εμπορευσιμότητα και οι διοικήσεις τους, δεν ενδιαφέρονται για τους μετόχους τους και η παρουσία τους στο ταμπλό εξυπηρετεί περισσότερο φορολογικούς ή - και κληρονομικούς λόγους.
Άλλοι παράγοντες της αγοράς που ευθυγραμμίζονται με την παραπάνω άποψη, σχολιάζουν, πως οι περισσότερες εταιρείες, είχαν εισέλθει στην περίφημη παράλληλη αγορά της εποχής και όταν καταργήθηκε πέρασαν στην κύρια. Άλλωστε υπάρχει και η ΕΝΑ, στην οποία προς τα εκεί δείχνουν οι ίδιοι για αυτές τις εταιρείες που δε τηρούν τα μέτρα, καθώς δημιουργήθηκε ουσιαστικά για να καλύψει το κενό που άφησε η παράλληλη, χωρίς ωστόσο, να λειτουργεί ως ένα «οργανωμένο» τμήμα αγοράς, αλλά περισσότερο ως ένας πολυμερής σχηματισμός.
Συνεπώς, η προσπάθεια ενίσχυσης του free float - μέσω της διενέργειας placements - που συνδυάζεται με την ένταξη επενδυτών με ένα πιο μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα και τα ισχυρά θεμελιώδη, μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει για μια μετοχή και ευρύτερα για το Χρηματιστήριο. Άλλωστε τέτοιου είδους κινήσεις με γνώμονα την πιο ενεργή συμμετοχή, κατά κύριο λόγο, μεγάλων θεσμικών και long only funds που δεν είθισται να τοποθετούνται απευθείας στο ταμπλό της ρηχής εγχώριας αγοράς και αναζητούν πακέτα.
Άλλωστε, έχουμε φύγει από τους όποιους ενδοιασμούς του παρελθόντος σχετικά με τον όσο δυνατόν υψηλότερο έλεγχο μιας εταιρείας - μέσω της διασποράς - και έχουμε περάσει στην ενότητα της μεγιστοποίησης της αξίας και ενίσχυσης του σήματος προβολής μέσα και από την παρουσία σε δείκτες (δίνουν το στίγμα της αγοράς στο εξωτερικό) που αποτελούν σημείο αναφοράς για τα passive funds, αλλά και για αρκετούς θεσμικούς και χαρτοφυλάκια που κινούνται με πιο ενεργητική διαχείριση.
Από την άλλη, δε θα πρέπει να αποσιωπάται το σενάριο «μαζέματος» της διασποράς από τους μεγαλομετόχους μιας εταιρείας (όπως και ήδη συμβαίνει), ρίχνοντας μετά την τιμή της μετοχής και οδηγώντας στην πόρτα της εξόδου την εταιρεία, προκαλώντας παράλληλα συνθήκες εγκλωβισμού και έντονων πιέσεων στους μικρομετόχους.
Με βάση το σενάριο που υπάρχει μέχρι στιγμής, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Χρυσοχοΐδης Χρηματιστηριακής, Νίκος Χρυσοχοΐδης, επισημαίνει στο insider.gr, πως το συγκεκριμένο ζήτημα είναι αρκετά σύνθετο. Η ΕΧΑΕ επιθυμεί να υπάρχουν «ζωντανές» εισηγμένες με ικανοποιητική διασπορά, ώστε να προσελκύουν επενδυτές όλου του φάσματος και να είναι εμπορεύσιμες για το κοινό. Επί της αρχής, το σκεπτικό μοιάζει σωστό».
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, η ΕΧΑΕ επιλέγει μια τιμωρητική πολιτική και όχι μια πολιτική παροχής κινήτρων. «Θεωρώ ορθότερο να υπάρχουν δέσμες μέτρων για τέτοιες περιπτώσεις που να περιλαμβάνουν για παράδειγμα αυξημένες υποχρεώσεις γνωστοποιήσεων, αυξημένο κόστος παραμονής - συνδρομών, ενδεχόμενη μετάταξη σε αγορά χαμηλής διασποράς και άλλα. Αντίστοιχα πρέπει να δοθεί το μήνυμα στους επενδυτές πως αναλαμβάνουν έναν αυξημένο κίνδυνο σε μετοχές χαμηλής διασποράς, μέσω αντικινήτρων όπως η περιστασιακή διαπραγμάτευση (όπως στις μετοχές που βρίσκονται υπό επιτήρηση) ή και η μετάταξη σε λιγότερο regulated αγορά». Με λίγα λόγια, ο Ν. Χρυσοχοΐδης προκρίνει μια πρακτική «καρότου και μαστιγίου» έναντι της υιοθέτησης μιας συνεχούς απειλής για διαγραφή.
Όπως συμπληρώνει ο ίδιος «η επιλογή της διαγραφής από την αγορά, δυστυχώς ζημιώνει πρωτίστως τους ιδιώτες επενδυτές και σε ορισμένες περιπτώσεις ωφελεί τους μετόχους πλειοψηφίας. Τέλος, η επιλογή της διαγραφής δίνει λάθος σήμα στην επενδυτική κοινότητα καθώς αποτελεί παραδοχή αδυναμίας κινητοποίησης των εισηγμένων εταιρειών και εν τέλει αδυναμίας αξιοποίησης της αγοράς. Είναι μια «εύκολη» λύση χωρίς αναπτυξιακό πρόσημο», σύμφωνα με τον έμπειρο χρηματιστή.